Wednesday, March 19, 2008

Κοσκινάκι μου.

Έγνοια μου ήταν να σε συντηρώ
να με ξυπνάς τις μοναχικές σου ώρες
και να με σέρνεις στη βεράντα
ν’ αφήνεις τον καφέ στο τραπεζάκι
και να ζεσταίνεις τα πόδια στις χούφτες μου

κοιτώντας τις σκιές των δέντρων να μου μιλάς
για το βλέμμα της Μόνα Λίζα και το χαμόγελο του Ηνίοχου
να μου δίνεις πινέλο και σμίλη
να φτιάχνω φόντους και πτυχώσεις

να ξέρω πότε να σ’ αφήνω να δακρύζεις
και πότε τα χείλη να κρατάς σφιχτά

κι όταν ο ήλιος σηκωνόταν
να γυρίζαμε στα ρούχα
σκλάβα με μάτια κλειστά να μου δινόσουν.

Saturday, March 1, 2008

Ήττα.

Όποιο νόμο κι αν βαδίσεις
την ψυχή μου δε θα τη βρεις
κάλαντα βροχής και μνήμης
στο πεζούλι σου μπροστά
απρόσκλητος θα ψέλνω

σαράντα νύχτες ξάγρυπνες
μου κόψανε το ροχαλητό
και μέρες άλλες τόσες
μ’ έμαθαν να σε τρυγάω

σε μέσα κόσμους σάλπαρα
με άμυνες περίσσιες
χωρίς πυξίδα και radar
της Αριάδνης μίτο

βιάστηκα να σ’ αποδιώξω
για το βραστό σου αίμα
μα του κρόταφου το γκρίζο
στο βλέμμα σου σαν είδα
μετάνιωσα

κι έγινες προσευχή
γιορτιάτικο παιχνίδι
πρόσχωση του Σπερχειού.

Saturday, February 23, 2008

Η αρχή

Είμαι ονειροπόλος. Ναι!

Το ντροπαλό σου βλέμμα είπε
πως θα μιλήσουμε ωκεανούς λέξεις

τ’ άβολά σου χείλη
πως θα λύσουμε Γόρδιους

το μουδιασμένο σου βήμα
πως θα εξαντλήσουμε ηπείρους

ακούραστοι θα ξημερώνουμε τη Γη
στην ίδια πάντα μέρα

αυτήν που το χέρι σου
ταπεινά προς το δικό μου ήρθε

αυτήν που τα μάτια και το χαμόγελό σου
φώτισαν τον Κόσμο

αυτή που η πρώτη μας είναι
μα και στερνή

Friday, February 15, 2008

Το καρφί

Που είσαι καρφάκι μου μικρό
σκουριασμένο, βαμμένο άσπρη μπογιά;

που στήριζες την αποκριάτικη φωτογραφία
όταν δυο χρονώ τα μάγουλα ξεχείλιζαν
απ’ τη στενή κουκούλα της λαγουδοστολής
και συννεφιασμένος ήμουν έτοιμος να κλάψω;

καρφάκι μου
που σήκωνες την έκτη δημοτικού
όταν αγόρια-κορίτσια ντυμένοι ποδιές,
γύρω απ’ το δάσκαλο γελούσαμε χαζά;

καρφί μου…
που άγριος έφηβος
σου φόρτωσα την αφίσα του Morrison

μετά καρφί μου
σε μια σκοτοδίνη σοβαρότητας,
σε βάρυνα με το πρώτο μου Αγγλικό πτυχίο
θυμάσαι;

ευτυχώς το κιτρινωπό χαρτί πήρε δρόμο
ήρθε το πονεμένο μου κορμί στο Καλλιμάρμαρο
και τα κομμένα απ’ τα χιλιόμετρα πόδια
όταν τερμάτιζα τον πρώτο μου Μαραθώνιο

κι ύστερα καρφί μου
φιλοξένησες τη Μαρίνα
που κοιτιόμασταν στα μάτια κι ακουμπούσαμε τις μύτες
στον πορθμό του Ευρίπου

το πρώτο μου αντρικό κλάμα
δεν είχα κουράγιο να στο φορτώσω

ήρθε όμως η ώρα μου να φύγω
ν’ αλλάξω σπίτια, ανθρώπους και λιμάνια

τέλος να γυρίσω πάλι εδώ
στο θώκο με τις αναμνήσεις

έβγαλα την αγαπημένη μου φωτογραφία
Δόκιμος που περνούσα το Port Said
τότε που ο Μισιριανός κουρέας ζήταγε να με κουρέψει
και σαν δεν του καθόμουν, γύρεψε να μου πουλήσει το ψαλίδι

αυτή θέλω να κρεμάσω και ψάχνω να σε βρω
να βλέπω το παρελθόν και να ελπίζω πως υπάρχει μέλλον

που είσαι καρφί μου
ποιος άσπλαχνος σε ξερίζωσε;

Saturday, February 9, 2008

Ράμματα

Ίσως δικαιολογούμαι
αλλά μπορεί και ν’ αληθεύει
μα ότι κι αν ισχύει
πέρασε από σφυρί κι αμόνι
έτυχε πρακτικής εξάσκησης
απουσία πειραματικής ταμπέλας

έγινε αυθόρμητα
με πολλές επαναλήψεις
γιατί έτσι χαζό που είμαι
αργώ να συμπεραίνω
μόνο να βουτάω ξέρω
στα βαθιά νερά
να πίνω το κρασί σου
να σου προσφέρω το ψωμί μου
και να νομίζω ότι
ο δρόμος μας δεν έχει τέλος

μα καρφωμένος στο δικό μου δόγμα
όταν είμαι μέσα σου
να νιώθω πως είμαστε ένα
να σου χαρίζω την καρδιά μου
και να ζητάω τη δική σου
να χτυπάς και να πονάω
να τρως και να χορταίνω
έμειναν τα μάτια μου κλειστά
απ’ τη διττή σου φύση

αυτή που επαναστάτρια
θέλει το πάνω χέρι
που μόνο αν ο εχθρός εκλείψει
θα ξέρει πως νίκησε
τραβά σπαθί
κι όποιον πάρει ο χάρος
παρά με τον αφρό της σκέψης
να διεκδικήσει ό,τι νομίζει

ή την άλλη
που σε θέλει γαλόπουλο
με το καλάμι να σε οδηγώ
κι αφού σκάρτο αξιωματικό με κρίνει
να ψάχνει αλλού για στιβαρή πυγμή

κι επειδή δεν θέλω να σ’ εξουσιάζω
ούτε από κάτω να μ’ έχεις δούλο
παύω από ιστορικό αντικείμενο
αφήνω τους τύπους στο ληξιαρχείο
και την αφάνεια στην ουσία
γιατί gay είναι αργά να γίνω.

Saturday, February 2, 2008

Τοίχος

Ένα σου λέω

στο βάθος τοίχος

όπου κι αν ανήκεις

στη γενιά των εξακοσίων
ή των εκατομμυρίων

στο λούστρο του Μέγαρου
ή στη μουτζούρα

σε σένα μιλάω
σταυροχεριασμένε

τα σκυλιά αλυχτούν

έρημε
αυτοσυναισθηματοδοτούμενε

ως πότε θα τους κουβαλάς στην πλάτη?

πότε το φτυάρι της ψυχής σου θα πιάσει πάτο?

και μετά?

θα βγάλεις κυνόδοντες ή φτερά?

Tuesday, January 29, 2008

Η δόκιμος.

Πρέπει να έβαλε υγρασία μετά τις δυο. Το χαλίκι είναι νοτισμένο και μου δροσίζει τον πισινό. Φαντάζομαι τη στάμπα στο σορτσάκι. Αυτό που θα ήθελα τώρα, είναι να κυκλοφοράω ξυπόλητος στην πόλη με το σημαδεμένο στον κώλο κοντοβράκι. Να είχα έναν αόρατο καταγραφέα ζήλιας και καταφρόνησης. Να μέτραγα πόσοι θα ήθελαν να είναι στη θέση μου και πόσοι θα με σιχτίριζαν. Πόσα βλέμματα θα μέλωναν και πόσα θ’ αηδίαζαν. Όση τρέλα και να κουβαλάνε στο κεφάλι τους, να είναι χαμένοι στον κόσμο της τρεχάλας για το κερδισμένο λεπτό, το ίδιο που θα σπαταλήσουν σε κάποια άλλη ανούσια μαλακία, κάτι τέτοια τα προσέχουν. Είτε στέκονται στο φανάρι όταν περνάς είτε προχωράνε πίσω σου, το μάτι πέφτει εκεί που πρέπει. Σα να βάζει τον αυτόματο πιλότο. Αφού έχει μάθει το δρομολόγιο και βγάζει τη διαδρομή κάλλιστα κλειστό όπως οι τυφλοί ακολουθούν το στάνταρ μονοπάτι κι αλίμονο αν κάποιος παπάρας πάρκαρε το αμάξι στο στενό ούτως ή άλλως πεζοδρόμιο, ο βρεγμένος μου κώλος θα παίξει το ρόλο του παράνομα παρκαρισμένου στο μάτι του περαστικού. Μετά, το βλέμμα τους θα πέσει στο σουλούπι μου. Αν είμαι ψηλός αδύνατος και ξανθός, υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Ξέρουν πως εμείς οι βόρειοι δουλεύουμε σκληρά και την έχουμε ανάγκη λίγη ανεμελιά. Αν όμως είμαι μελαχρινός, σχετικά κοντός και τρίχας ποιος με σώζει.
Είμαι όμως εδώ και η μέρα ξημερώνει με υποσχέσεις. Άσχετα τι ώρα βαραίνουν τα μάτια, το βιολογικό μου ρολόι με σκουντάει πάντα πριν την ανατολή. Ο καιρός είναι γλυκός και η υγρασία λάμνει δυτικά. Στο βάθος, τα συννεφάκια που έκλεψε ο αναδυόμενος από τη θάλασσα ντύνονται πορτοκαλιά. Τα φιδάκια του ίχνους του στο νερό στραφταλίζουν και το αρνητικό του ψαρά που επιστρέφει στη σκάλα τα κόβει εκεί που οι ρότες τους συναντιόνται. Το κορμί του ήλιου στραγγίζει από τις τελευταίες σταγόνες και λίγο πριν αποχωριστεί τον ορίζοντα φτιάχνει μια βάση στην οποία θα ήθελα να καθίσει για πάντα και να τελειώσει ο χρόνος αυτή τη στιγμή. Τέτοιος γυρολόγος που είναι όμως προτιμάει τη συνεχή δόξα. Ν’ ανατέλλει ανελλιπώς πίσω από θάλασσες βουνά και πεδιάδες, να λιώνει χιόνια, να πίνει ανάλατο νερό, να με υποχρεώνει να ξυπνάω κάθε πρωί να του κάνω ρεβεράντζες και ν’ αφήνει το βλέμμα μου πεινασμένο μέχρι την επαύριο. Τι να του κάνω όμως? Να του βάλω πρόστιμο? Κι αν δε φανεί στην εφορία να το πληρώσει να του προσθέσω τόκους υπερημερίας και να του κατασχέσω τον ουρανό και το ιπποκίνητο?
Τρίτη μέρα στις διακοπές και η Μυρτούλα δείχνει να το έχει πάρει καλά. Είναι νωρίς ακόμη να κρίνω, αλλά δεν γκρίνιαξε για το πετραδάκι που έχωσα κρυφά κάτω απ’ τη μεριά του sleeping bag της. Κουνήθηκε μια-δυο φορές μήπως φέρει το κορμί της σε σημείο που δεν την κόβει και πιθανόν να τα κατάφερε. Εγώ έκανα πως κοιμήθηκα αμέσως και ήθελα να δω αν θα με ξύπναγε για να σηκώσουμε τον απλωμένο σάκο να καθαρίσουμε από κάτω. Άχνα δεν έβγαλε το καημένο.
Δεν ξέρω ακόμη. Το βλέμμα της δείχνει εμπιστοσύνη. Μπορεί να κάνει υπομονή όμως επειδή χαίρεται το πήδημα. Αυτή την ιδιομορφία την έχουν. Όταν στην αρχή τις κρατάς ευχαριστημένες βάζουν τις απαιτήσεις τους στην άκρη. Άμα περάσει ο καιρός και σιγουρέψουν την ευχαρίστηση του κορμιού, ξεκινούν να βάζουν όρους απ’ το παράθυρο. “Μήπως θα έπρεπε έτσι? Μήπως θα έπρεπε αλλιώς”?
Η Ιστορία πάντα δείχνει. Πώς ν’ αδικήσεις την καινούρια για τα καμώματα της προηγούμενης? Να τη βάλεις στο ίδιο ράφι? Οφείλεις να πασάρεις το διαγώνισμα ξανά και ξανά. Πιθανόν να κάνουν κι αυτές τα ίδια. Όταν τα κουβεντιάζουν με τις κολλητές τους τι λένε δηλαδή? Πόσα γκολ έβαλε ο Κοβάσεβιτς? Εμάς ξετινάζουν απ’ όλες τις μεριές.
Μόνο που το κολλητιλίκι άλλο ρόλο παίζει σ’ εμάς κι άλλο σ’ αυτές. Προσωπικά δε θυμάμαι κάποιον καρδιακό να μου πήδηξε τη γκόμενα. Αυτές όμως σκυλιάζουν να σε αρπάξουν από τα νύχια της φιλενάδας τους. Εκείνες που σεβόμουν δεν τις τα φόρεσα ποτέ. Μερικές που ήταν να πάρουν δρόμο, τις την έκανα με την υποτιθέμενη κολλητή. Μόνο μια φορά τις έπαιρνα κι αυτή από πίσω. Δεν έβγαζαν άχνα. Στη μανία τους να κλέψουν το τρόπαιο, ούτε που έβλεπαν από πού τους ερχόταν. Μετά γινόμουν Λούης και τις άφηνα να βγάλουν συμπέρασμα. Προφανώς θα γινόταν πιο σκύλες απ’ ό,τι τις άφησα αλλά ας προσέχανε. Το μυαλό όποιος μας το έδωσε, το έκανε για να σκεφτόμαστε σφαιρικά. Να λέμε μήπως έτσι ή μήπως αλλιώς? Αν συμφέρει στον μικροπολιτικό μας κόσμο να ρίξουμε το βάρος στον διπλανό με τα μάτια κλειστά ας το κάνουμε. Πρόσφορο θα ήταν όμως να το βασανίσουμε πριν καταδικάσουμε οποιονδήποτε.
Η Μυρτώ τέλος πάντων ξεκίνησε με το δεξί. Ακόμη δεν την έχω ρίξει στα βαθιά. Αυτό θα γίνει αν όλα πάνε καλά, του χρόνου. Προς το παρόν την έφερα κάπου σχετικά πολιτισμένα, γιατί η ελίτσα που φύτεψα πριν εφτά χρόνια στην άκρη του πουθενά νοείται πολιτισμός. Όταν πιάνει ντάλα μεσημέρι χώνεται κάτω απ’ τη μικρή σκιά και ψευτοδροσίζεται. Χτες την πρόσεξα. Κουρασμένη να μπαίνει στη θάλασσα όποτε καιγόταν απ’ τον ήλιο, προτίμησε να συρθεί κάτω απ’ την ελιά. Άκουσα κάτι ζωηρές κουβέντες που είχε με τις μύγες που έψαχναν κι αυτές για ίσκιο. Οι μύγες εδώ είναι ξεχωριστή ράτσα. Πριν χρόνια που ήμουν στη σκηνή και είχα τραβήξει το φερμουάρ της σήτας, κάτι μύγες είχαν γαντζωθεί στο διχτάκι και τις παρατηρούσα από την ύπτια μεριά τους. Πρόσεξα πως εκατέρωθεν της προβοσκίδας έχουν μια δαγκάνα που ανοιγοκλείνει, προφανώς για ν’ ανοίγει την τρύπα στο δέρμα της ύπαρξης που θ’ απομυζήσουν. Άφησα μερικές να καθίσουν πάνω μου και ο πόνος που προκάλεσε το δάγκωμά τους ήταν αηδιαστικός. Δεν άντεξε η Μυρτούλα τη μυγοεπίθεση και μπήκε πάλι στη θάλασσα. Το απόγευμα με παρακάλεσε αν γινόταν να μεταφέρουμε τη σκηνή δίπλα στην ελιά, μήπως σήμερα το μεσημέρι σκιάσει κάπως για να μπει μέσα. Της την έκανα βέβαια τη χάρη, αλλά αν είμαστε μαζί του χρόνου, στο βράχο που θα την πάω όχι σκιά δεν θα έχει αλλά ούτε βότσαλο να ξαπλώσει. Στο αλλά τούρκα θα κάθεται με μοναδική διέξοδο τη θάλασσα, να με ακολουθεί στο ψαροτούφεκο.
Τώρα την έχει καλά. Κάθε τρεις μέρες θα καβαλάμε τη μηχανή και θα πηγαίνουμε στο χωριό να παίρνουμε καμιά προμήθεια. Αν ζηλέψει ταβέρνα θα της κάνω το χατίρι μια φορά την εβδομάδα. Θα την αφήσω να πιει μια κρύα μπύρα να πάρει δύναμη για το απόμακρο λιμανάκι που φιλοξενεί μόνο τον ίσκιο μιας καχεκτικής ελιάς. Καλά θα κάνει ν’ αρχίσει να υποψιάζεται. Απ’ τη μεριά μου δεν πρόκειται να της φανερώσω πλην τα απαραίτητα. Πρέπει να μάθει να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις. Διαφορετικά θα παίρνει τις απαντήσεις που της ταιριάζουν. Αν τα πάμε καλά, το μόνο στοιχείο που θα της δώσω του χρόνου είναι ν’ αντικαταστήσει το trendy jokey που κουβάλησε τώρα στις διακοπές με ψάθινο πλατύ καπέλο. Από κει και πέρα ας κανονιστεί μόνη της.
Δε μπόρεσα να μη γελάσω μέσα μου προχτές. Σαν είδε το απομονωμένο λιμανάκι χάρηκε. Θα είχαμε το μέρος δικό μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πέταξε το πάνω απ’ το μπικίνι και χάρηκε τη θάλασσα και την ημικυκλική παραλία. Σαν πήρα όμως να στήνω τη σκηνή, η υποψία πως θα στρατοπεδεύσουμε στην παραλία έγινε σιγουριά μέσα της. Η προηγούμενη που είχα φέρει εδώ γύρισε σπίτι πράσινη. Δέκα μέρες κρατιόταν να μην τα κάνει στη θάλασσα.
Η ίδια σκέψη πρέπει να πέρασε απ’ τη Μυρτώ και είδα το κούτελό της συνοφρυωμένο. Δεν είπε κουβέντα όμως. Χτες βράδυ που έψηνα τα ψάρια που είχα τουφεκίσει το απόγευμα, μπήκε στο νερό και καλά να της ανοίξει η όρεξη πριν το φαγητό. Σαν γύρισε είδα τη φάτσα της ανακουφισμένη και προβληματισμένη μαζί. Κατάλαβα την ανησυχία της και είπα ένα παραμύθι για το Ροβινσώνα Κρούσο που έχωσε ένα ραβδί στην αμμουδιά. Όποτε είχε άμπωτη και το ρεύμα απομακρυνόταν απ’ το ραβδί, έριχνε στη θάλασσα ένα σφραγισμένο μπουκάλι με το SOS γραμμένο σ’ ένα χαρτί. Έκανε σαν παιδί μόλις άκουσε την ιστορία. Θυμήθηκε ένα ξεβρασμένο ξερόκλαδο κι έψαξε μέσα στη νύχτα να το βρει. Το κάρφωσε σε μισό μέτρο νερό και πάσχισε να δει τη φορά απ’ το αυλάκι του ρεύματος.
Τα δόντια λαμπύριζαν στο γελαστό της στόμα καθώς έβγαζε την πέτσα απ’ την ψημένη σκορπίνα. Σύρθηκε δίπλα μου και μου έσκασε ένα φιλί πριν ξεκινήσει να τρώει.
“Έχεις πολλά μυστικά επιβίωσης να μου μάθεις?” , με ρώτησε.
Ακούω τα ξυπόλητα βήματά της στα χαλίκια. Μπορεί να την ξύπνησε η πρωινή δροσιά. Εγώ όμως θέλω να πιστεύω πως πήγε να με αγκαλιάσει στον ύπνο της και κατάλαβε πως λείπω. Θεά την αγάπης κάνε την να γονατίσει πίσω μου και να περάσει τα χέρια της στο στήθος μου.

Tuesday, January 22, 2008

Της "Ελληνίδας"... (η πρόσκληση)

Βουρκωμένη είσαι πιο όμορφη
μα μη μου δακρύζεις
μην ανακαλύπτεις μαχαίρια εκεί που δεν υπάρχουν

είμαστε καλά κι αγαπιόμαστε
τι άλλο υπάρχει στη Γη?

έχουμε τα ρούχα που φοράμε
κι η σόμπα κρατά τη φωλιά μας ζεστή

στην αυλή μοσχοβολά η λεμονιά
και το ψιψίνι γλείφεται με την κοιλιά γεμάτη

θα βάψω γαλανούς τους τοίχους
κι εσύ θα ζωγραφίσεις καράβια, γοργόνες και δελφίνια
σύννεφα και γλάρους να μας καλοτυχίζουν

τις Κυριακές θα διασκεδάζουμε
θα καθόμαστε αγκαλιασμένοι στο τραμ
και θα κατεβαίνουμε στην παραλία
θα παίζουμε στην άμμο
και θα ζηλεύουμε ταξίδια με τα γιοτ στις μαρίνες

θα φιλιόμαστε στο Θησείο
και θα παρακαλάμε τις ταξιθέτριες
να μας βάλουν τσάμπα στη Ακρόπολη

κι όταν συγκεντρώνω τα πουρμπουάρ
θα βλέπουμε στο σινεμά ιστορίες αγάπης
θα πηγαίνουμε στο κουτούκι
και θα παραγγέλνουμε πατάτες και κρασόμελο

κι έτσι μισοζαλισμένοι θ’ αγγίζουμε το Θείο

μη μου λυπάσαι μάτια μου
μόνο η ευτυχία αξίζει να της κλαις.

Friday, January 18, 2008

Τρέμε πενηντάλεπτε

Δεν πάει άλλο θα το πω, με τους κουλούς που έχω μπλέξει
πόσο ο νους μου θ’ απορεί, πόσο η ψυχή ν’ αντέξει?

βγαίνουν στα μπαλκόνια τους με κάργα υποσχέσεις
και άμα είδες τίποτα εμένα να με χέσεις

στενάζει η πολυθρόνα τους με κώλο δέκα μέτρα
από το μπουχεσόδερμα. Θα τους πετάξω πέτρα

γιατί όπως μου είπανε, ποτέ δε θ’ αστοχήσω
με κάθε ρίψη πρόεδρο ή σκύλο θα χτυπήσω

φιλάρα κάτσε φρόνιμα και μη μου κάνεις πλάκα
αν έχεις κάτι να μου πεις μολόγα το σταράτα

θα μ’ ανεβάσεις το μισθό, παιδεία θα μου δώσεις?
ή κατά λάθος τα φυλάς κι εσύ για τις εκπτώσεις?

λωρίδα πάτησα προχτές και μ’ έπιασες αμέσως
τα φράγκα μου τα τσάκωσες στα ίσα και εμμέσως

τον έμπορο που θάνατο σκορπάει κάθε νύχτα
ανέπαφο τον άφησες γιατί σου στάζει μίζα

τα φακελάκια πού-παιρνες για να μου υπογράψεις
σε ασπιρίνες να τα πιεις, χολή να τα ξεράσεις

βρομιάρη ανεπάγγελτε με γλώσσα σα ροδάνι
όσα δε φτάνει η αλεπού πηδάει και τα πιάνει

θα σε στριμώξω που θα πας, νομίζεις θα γλιτώσεις
τα πάντα εδώ πληρώνονται παγκάτα και με δόσεις

βαρέθηκα το σίχαμα θα πιάσω την κιθάρα
κι ένα τραγούδι θα σου πω αγάπη μου κουκλάρα

δως μου την Άνοιξη να περπατήσω
στα ροδοπέταλα της ομορφιάς
κι όταν το λιόγερμα σε συναντήσω
σε κάμπους πράσινους να τριγυρνάς
από τα χέρια μου δώρα να παίρνεις
από τα χείλη μου να ξεδιψάς
και την αγάπη μας για να υφαίνεις
μετάξι ολόλευκο να μου ζητάς
από τους άγγελους μια ηλιαχτίδα
θα ζητιανέψω με προσευχή
να σε στολίσω γλυκό μωρό μου
νάσαι ένας άγγελος πάνω στη γη.

Σαράντα χρόνια Τούρκικα τα πέρασα σε κούνια
απ’ τη μεταπολίτευση μου τάζανε μπαρμπούνια

αλλά σαρδέλα, κοκοβιός μου γέμιζαν το πιάτο
στα ίσια κι αν επήγαινα με ρίχνανε στον πάτο

με βασικό μισό ευρώ αντί να είναι όλο
με τσάκισαν με πέθαναν μου σκίσανε τον κώλο

κι άμα δεν ήταν η μαμά θα είχαμε τραγούδια
τις μπόμπες θα ζωνόμουνα και βουρ να κάνω γιούργια

καργίολια μ’ ανεπίστροφες βαλβίδες αισθημάτων
που θέλετε τη μάπα σας στο Χολ των αθανάτων

αφήστε τις μπαγαποντιές πόσο θα φάτε, φτάνει
μέχρι και στα τρισέγγονα φυλάτε παντεσπάνι

αλλά εγώ το αύριο, το βλέπω ξημερώνει
ο ίδιος ήλιος θα φανεί, κανείς μας δε γλιτώνει

γιατί όπως το γράψανε σε όλα τα βιβλία
αίμα ζητά η αλλαγή, κοίτα Ρωσία, κοίτα Γαλλία

γι αυτό σου λέω εαυτέ, ασ’ τό παραπονάκι
και έλα να σφυρίξουμε κανένα τραγουδάκι

see me at the end of the night
trying to ride the first day’s beam
tell me I’m the best knight
in the world you’ve ever seen
call my name when you’re among the Gods
help me live in the endless time
pave me a way to get through the odds
to chase a glory which is totally mine
horses with wings I have for army
fire arrows against wooden swords
fighting to me is a journey
to well known and familiar worlds.

Χαμούρες στα γραφεία σας…


PS. Προς αποφυγήν παρανοήσεων, οι χαμούρες είναι τα καργιόλια.

Friday, January 11, 2008

Τι μου έκανες αγάπη μου...

Ξεφυλλίζω φωτογραφίες
τι μαλακία κι αυτή?

Απ’ το μπιμπιλόφωνο έρχονται
The world is not enough
Lips of an angel
Incomplete

κι εσύ λείπεις

τόσες εποχές που η ανάσα σου έχει πάψει
που η ζέστη σου δε μ’ αγκαλιάζει

τόσες αμφιβολίες
αν έζησα όπως σου αξίζει

αν πρέπει να λυπηθώ
που δεν κατάφερα να τις αγαπήσω
γιατί δεν ήξερα αν θα ζηλέψεις
ή θα χαρείς

αν πρέπει ν’ αλλαξοπιστήσω
στην ελπίδα να ξαναβρεθούμε

σου αφιέρωσα ταξίδια
σου χάρισα δάκρυα

αφαιρενόμουν να σε ζωγραφίζω στα κύματα
και με παρεξηγούσαν
γιατί ήξεραν πως δε με είχαν
έτσι όπως κι εγώ δε μ’ έχω

κι ώρες-ώρες συγχώρα με
παρακαλώ να ζούσες
να είχαμε την ευκαιρία να μισηθούμε.

Sunday, January 6, 2008

Alien.

Σαν αστραπή στον ουρανό μας ξαναήρθες
εσύ που από μικρός ποντοπορεύεις
που τις Σειρήνες σου στα κύματα γυρεύεις
ή μήπως ζητάς να τις ξορκίσεις?

μικρά παιδιά με το στόμα τους να χάσκει
ξαναγίνονται αυτοί που σε ακούνε
που μέσα τους κρυφά παρακαλούνε
να τους μιλάς ως που το φως να ξαναφέξει

φορούν καπέλο, ντύνονται χρυσά γαλόνια
και όπως κάθονται στου καναπέ την άκρη,
καπετανεύουν ! Κι ας μην ξέρουν πως το δοιάκι
της ζωής τους το κυβερνούν άγνωστα χρόνια

κι εσύ από τη μέση που ορίζεις
τις παρέες που μ’ αυτές δεν είσαι ίδιος
μα της βδομάδας τους ο εξωτικός ο στίχος
σα μένεις μόνος θύελλες νανουρίζεις.

Tuesday, January 1, 2008

Εύχομαι...

Από παιδί φορούσα μια ντροπή
για πράγματα χαζά
όπως κάποτε που πήγα σινεμά
και είχα μόνο τα λεφτά του εισιτηρίου

μου έλλειπε η δραχμή της ταξιθέτριας
κι έσερνα το δρόμο
με βαριά τη μικρή μου καρδιά
σίγουρος πως θα μείνω έξω
να κοιτάζω τις φωτογραφίες
του Μοντγκόμερι Γούντ

γλυκό βράδυ Φθινοπώρου
και στο μισοσκότεινο στενό
ακούστηκε το γκλιν

το παλικάρι δίπλα στον ήχο
έριξε μια ματιά κάτω
έψαξε μηχανικά τσέπες
και συνέχισε στη δουλειά του

εγώ κοντοστάθηκα
άφησα τον απαιτούμενο χρόνο
πλησίασα με γατίσιο βλέμμα
κι ανακάλυψα το φράγκο.

Αν φέτος τύχει παρόμοια συνωμοσία
εύχομαι να με ποδοπατάς
και να ξεχειλίζω αγάπη.

Friday, December 28, 2007

Πελαγοδρομία.

Γιατί τα συλλογίζομαι?
μπούμερανγκ ξυραφιασμένα οι σκέψεις
κι εγώ δειλός αίρω το χέρι
αντί να προτάξω την καρωτίδα

απολιθωμένες χαρακιές να σέρνω
στην Ανταρκτική του Scott
κακοτεχνία για τον αρχαιολόγο
προφητεία για τον ονειρευτή

οι σοφοί συγκρίνουν τα γένια τους
στη δική μου πλάτη
ευχόμενοι να έχω έντεκα δάκτυλα
μήπως γλιτώσουν την καινούρια μανέστρα

κι η αρχή που τέλειωσε κι αυτή
μα όπου να ‘ναι ξαναρχίζει
βότσαλο στον ωκεανό
που θα πνίξει τα Ιμαλάια

ουαί τοις ηττημένοις
βαβαί τοις κοιμωμένοις
παπαί τοις βολεμένοις

ευσεβής πόθος να κοντύνει
το επόμενο σκαλοπάτι.

Saturday, December 22, 2007

Φακός

Άδεια παλάμη πέλμα τραχύ
παλμός του πάνω δρόμου
παλλάδα ομίχλη σέρνεται
στ’ ακρώρεια του κόσμου

πέτρα με φως λαμπρό παιδί
προσωρινός νοικάρης
ψιλά στο δρόμο σκόρπισε
να σκύψεις να τα πάρεις

κι αφού το χρέος έκανε
που τέτοιο δεν το είχε
αντί στην κλίνη να χαθεί
στη ρότα ξαναβγήκε

μην τύχει και ονειρευτεί
πως λόγο έχει να δώσει
τη σφαίρα βόλτα έφερε
την Κίρκη να σκοτώσει.

Sunday, December 16, 2007

Επί της γης.

Ο παράδεισος είναι εδώ

κρύβεται στην αγωνία μου να σε κατακτήσω

στο τσάι που με κέρασε τ’ αφεντικό
όταν με παγωμένα χέρια γέμιζα ρεζερβουάρ

στη χιονόμπαλα που μου έριξες

στην σκανταλιά μου να βραχώ όταν έπαιζα στην αμμουδιά
ενώ μου φώναζες να μείνω στεγνός

στο φυλλομέτρημα του ανέμου

στο μουρμούρισμα του κύματος

στην κρύα καλοκαιρινή μπύρα

στο ζεστό σου κορμί
και στο παράπονό σου πως έχεις δροσερό ποπό

στο δείλι, στην ανατολή

στο πεπονόσχημο φεγγάρι
που γεμίζει με την αγωνία μου να σε κατακτήσω.

Sunday, December 9, 2007

Θυμάσαι ?

Θυμάσαι που γελάγαμε?

Δυο όμορφα παιδιά να βρεθούμε στις Κυκλάδες
να διαλέξουμε τον ίδιο έρημο βράχο
να βουτάμε στ’ αστραφτερά νερά
και το ξανθό φως να μας κάνει διάφανους?

Με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια στο πλευρό
να σαρώνουμε το βυθό
ν’ ανακαλύψουμε τα όστρακα που στο λαιμό κρεμάσαμε?

Που σε είπα Ariel, με ονόμασες Τρίτωνα
μα το είδος μας χάθηκε
επειδή με τους χυμούς μας ταΐζαμε τα ψάρια?

Γι’ αυτό ασχημαίνει ο κόσμος
γιατί πολλαπλασιάζεται σε σκοτεινά δωμάτια
να μη βλέπει ο ένας τα στίγματα του άλλου
σιωπηλός να φοβάται την έκθεση
κι ενίοτε να κλεφτοκοιτάει το παραχωμένο όστρακο.

Sunday, December 2, 2007

Σοφίτα

Διάλεξα σοφίτα κλασσική
με ξύλινη τρίγωνη σκεπή κι αράχνες

πειρατικό μπαούλο κέδρινο
με μπρούτζινα δεσίματα μπορντούρα
να σβήνει στου φεγγίτη το φοβισμένο φως

κατά λάθος εξεπίτηδες μου ήρθε
να σπρώξω στου σεντουκιού το ανοιγμένο στόμα
το λυχνάρι που πάλιωνε τις μνήμες
και των σκιών ζωγράφιζε τα χνάρια

κι έτσι παρμένος και κουτός
με πέντε βήματα μπροστά και άλλα τρία πίσω
τις τάφρους εξομοίωσα κατέβασα τα τείχη
για να μπορούν τα δάκτυλα σελίδες να γυρίσουν

μ’ απ’ όλα το χειρότερο
σα δήθεν τ’ αγνοούσα
ήταν που…
οι χαρούμενες στιγμές με κάνανε να κλάψω.

Tuesday, November 27, 2007

Στιγμή

Ήταν η δόξα της στιγμής που πήρε την ευθύνη
το παραμύθι κοίμισε κρυμμένες αντιστάσεις
τα όρια του φάσματος δε χώρεσαν σε μνήμη
χρώματα χύθηκαν παντού ζητώντας να τα πλάσεις

συλλογισμένη στο γραπτό που γένναγε η πέννα
στο σηκωμένο μέτωπο αυλάκια τρέχαν σκέψεις
σκιές βροχής κι ανάμνησης στ’ απορημένο βλέμμα
που ψάχνει μάταια να βρει τις παρακάτω λέξεις

ο χείμαρρος του έβενου λουζόταν μεσημέρι
οι λαξεμένες της γωνιές ανάγκη και σαγήνη
τον ήλιο ευχαρίστησα του έσφιξα το χέρι
που ζέσταινε Ακρόπολη εμένα και εκείνη

πλησίασα τη ρώτησα αν σε Θεό πιστεύει
αυτόν που δε μπορεί να δει αλλά μπορεί να νιώσει
που την ανήσυχη καρδιά με φύσηγμα μερεύει
αυτόν που η δόξα της στιγμής μπορεί να φανερώσει

μονάχα αν μου δάνειζε τα μάτια της μπορούσα
να πάω πάλι πίσω εκεί που πρότερα καθόμουν
να καταλάβει πως Θεά ήταν αυτή και Μούσα
αληθινά την έβλεπα μαζί κι ονειρευόμουν.

Monday, November 19, 2007

Λύτρωση

Ανέγγιχτη σταρόχρωμη πριγκίπισσα χαμένη
σκαρί που δεν τραβήξανε τα βάζα στο καρνάγιο
από βοριά κι από νοτιά φτερούγα στερημένη
αντίσταση χωρίς σκοπό μάνα δίχως κουράγιο

φελούκα ανερμάτιστη κόντρα στην καταιγίδα
τρενάκι που στις ράγες του δεν κύλησε ακόμα
Χριστούγεννα χωρίς Χριστό Πάσχα δίχως ελπίδα
Νείλε που δεν πλημμύρισες το διψασμένο χώμα

τραγούδι που δεν παίχτηκε προχτές στη συναυλία
ανάσα που δεν κόπηκε στ’ αμαρτωλό κρεβάτι
τρυπάκι που δε μπήχτηκε στη μαύρη γαλαρία
ανεμελιά που έμεινε στο ράφι αμανάτι

στ’ απορημένο βλέμμα σου γαλήνη θα φυσήξω
στη λυπημένη σου καρδιά σταγόνες ευτυχίας
κληρονομιά στον άνθρωπο τη μνήμη σου θα ντύσω
με ρούχα από φίλντισι και πέτρα της Νουβίας.

Tuesday, November 13, 2007

Έσω εσύ.

Θα ήμουν ανόητος να πω ότι σε ξέρω
μόνο να σε ψυχανεμιστώ μπορώ
να βάλω ορόσημο τον χαλαρό σου εαυτό
και να πορεύομαι

κι αφού το θίγεις ανελλιπώς
οφείλω να το φανερώσω
γιατί χαζοχαμογελάω τόσο
φορές-φορές που μου μιλάς

θυμάμαι που μ' ορμήνεψαν
πως για ηθοποιός δεν κάνω
γιατί όποιον ρόλο πιάνω
πάνω μου τον ονειρεύομαι

έτσι κι εσύ γλυκιά μου αγάπη
όταν πλανάς το βλέμμα
όταν τα χέρια μας δεν είναι ένα
νιώθω πως κάτι μου φοράς.

Wednesday, October 31, 2007

Καμιά φορά...

Καμιά φορά, μπερδεύω τη φαντασία με την αλήθεια
ίσως γιατί να έσπασα την κλωστή που χωρίζει κόσμους

να σέρνω το χέρι στο πρόθυμο κορμί σου
και να σε βλέπω σαν από κιάλι
να με χτυπά ο στρόβιλος της ερήμου
κι οι κόκκοι της άμμου σου να με φιλούν

να πλέκω κοτσίδες το εβένινο μαλλί σου
κι η μισινέζα να ματώνει την παλάμη
να με τυφλώνει η ομίχλη των Τροπικών
και να κολυμπώ στ’ ατέλειωτό σου φως

καμιά φορά, τ’ όνειρο με βάζει για ύπνο
καμιά φορά, ξυπνώ και μου χαμογελάς
και το σ’ αγαπώ μένει μετέωρο
γιατί σας θέλω όλες.

Monday, October 22, 2007

Είμαι

Δεν είμαι ταμείο να πληρώνεις
ούτε παιδί να μ’ αθωώνεις

δεν είμαι υποχρεωτική εκπαίδευση
ούτε στρατιωτικό
δεν είμαι λάθος
να με γλυκάνεις

βράχος είμαι
να σπάσεις το θυμό σου
κόρνα
να ξεθυμάνεις

είμαι μαντήλι
που στεγνώνει δάκρυ
στρώμα
να ονειρευτείς

είμαι χαραμάδα
να κρυφοκοιτάξεις
γάργαρο νερό
να δροσιστείς.

Monday, October 15, 2007

Μ' αρέσει

Μ’ αρέσει που τρελαίνεσαι στ’ αμφίβολά μου λόγια
πως ίσως φταις εσύ αντί να με κατηγορήσεις
που πρόθυμα θα έχτιζες ανώγια και κατώγια
τη σκέψη πως δε μ’ αγαπάς μέσα μου να σβήσεις

μ’ αρέσει που αφήνεσαι όταν κοιτάζεις τ’ άστρα
στα χάδια μου στις αγκαλιές όνειρα να υφαίνεις
μάτια κλειστά λαιμός γυμνός τ’ απάτητά σου κάστρα
πρίγκιπας εγώ κατακτητής όταν κοντανασαίνεις.

Saturday, October 6, 2007

Χμ..!

Όταν με ειρωνεύομαι
μοιάζω με φαφούτικο λιοντάρι

τέτοιο που δε σε διεκδίκησε
αλλά σε προσκάλεσε
τέτοιο που δε σε υπερασπίστηκε
μα κράτησε την πόρτα ανοικτή

φαντάζεσαι ένα λιοντάρι επιστήμονα?
να πειραματίζεται με οικείους ιδρώτες
να φωτίζει τα μονοπάτια του μυαλού?

no wonder why you flew…

Saturday, September 29, 2007

E250

Η αγάπη λήγει κάθε πριν ξημερώσει
τρέμει από την κρύα ώρα
ακροβατεί στην επιβεβαίωση

η αγάπη λιωμένο σεντόνι
γλιστράει ο πόθος
δροσοσταλιά στο ροζ λουλούδι

η αγάπη μάτι μισάνοικτο
καρτερικά προσμένει
τα λυγισμένα χείλη

η αγάπη νύστα τεχνητή
λευκή σημαία
σε όνειρα εκκρεμή

η αγάπη κλάμα μωρού
στη σκοτεινή απουσία
της μητρικής θηλής

η αγάπη θάλασσα
πλατιά, βαθιά
πεπερασμένα ατελείωτη (τελεία)

Tuesday, September 25, 2007

Μαρία.

Η πυκνή σκόνη κι ο καπνός που άξαφνα κάλυψαν τα πάντα μ’ έστειλαν δυο μήνες πίσω. Σαν η πρωινή ομίχλη να καθάρισε κι αποκαλύφθηκε η γαλαζοπράσινη ατόλη που είχαμε αγκυροβολήσει το μικρό μας καράβι.
Τότε πίστευα πως εκείνες ήταν οι τελευταίες μας διακοπές μαζί. Είχα κάνει πέτρα την καρδιά και παρασύρθηκα στην επιθυμία της να ταξιδέψουμε τον Ειρηνικό.
Παραδόξως, η κρουαζιέρα δεν εξελίχθηκε καθόλου σε αυτό που περίμενα. Τις πρώτες μέρες μ’ άφηνε στην ησυχία μου λιάζοντας αμίλητη το κορμί της δίπλα μου, ενώ το αεράκι της θαλαμηγού της χάριζε ανάλαφρα ρίγη.
Εγώ, με το μολύβι ανά χείρας και το τετράδιο να ξεκουράζεται στα πόδια μου, είχα αφεθεί στην ασφάλεια που μου χάριζαν τα σκούρα γυαλιά, να κατασκοπεύω τις χαλαρές της κινήσεις καθώς γύριζε το σώμα της στον ήλιο απορροφημένη απ’ το βιβλίο που ξεφύλλιζε.
Τις ώρες του φαγητού μ’ αιφνιδίαζε με ανάλαφρες συζητήσεις επί παντός επιστητού, λες και η γκρινιάρα και ζηλιάρα Μαρία που ήξερα τα δυο τελευταία χρόνια, ήταν κατασκεύασμα της νοσηρής μου φαντασίας.
Τα βράδια χανόταν στην καμπίνα της αφήνοντάς με στην ησυχία μου, βάζοντας σκόπιμα τη μουσική που τη βοήθαγε να κοιμηθεί, ξεκαθαρίζοντάς μου έμμεσα πως ξάπλωνε μόνη.
Μόνο όταν άρχισαν να σπάνε οι αντιστάσεις μου πήρε την πρωτοβουλία. Όταν άρχισα να ξεγίνομαι το σκυλί που προσπαθούσε τόσο καιρό να με κάνει. Να τυλίξει το σκοινί στο λαιμό μου και να με σέρνει γύρω. Να μ’ έχει στο σκοτάδι να ψηλαφίζω με ασθενικό φακό, το μαχαίρι που θα έκοβε τα δεσμά μου. Να στέκομαι στ’ αμπαρωμένο κελί με το σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, ψάχνοντας μάταια για σπίρτα.
Όσο ήμουν ο άσημος συγγραφίσκος που την παρέσερνε με τα παραμύθια που έγραφε περνάγαμε καλά. Παραλίγο να ξεχάσω κι ο ίδιος πως την παντρεύτηκα για το χρήμα που διέθετε. Οι σπάνιες και ρητορικές αναφορές μου να συνεισφέρω οικονομικά βρίσκοντας μιαν οιανδήποτε δουλειά, έσπαγαν στο συμπαγή κυματοθραύστη των ονείρων της, να γίνει η σύζυγος ενός bestsellerά.
Όταν όμως με χίλια βάσανα και κόπους, με χιλιάδες σελίδες πεταμένες στα σκουπίδια κατάφερα να γίνω, η συμπεριφορά της άλλαξε ριζικά. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι απ’ την πέμπτη έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, μου πέρασε το λουρί.
Τσακωνόταν με όποια γυναίκα με πλησίαζε κι άλλαζε το γυναικείο υπηρετικό προσωπικό με συχνότητα που δεν πέρναγε το μήνα. Εκεί που νόμιζα πως επιτέλους η σκάλα της επιτυχίας ήταν ελεύθερη να την ανέβω, έκανε τ’ αδύνατα δυνατά να μου κόψει την έμπνευση. Μπουκάριζε στο γραφείο μου πότε σέρνοντας την καμαριέρα για ξεσκόνισμα, πότε να με πρήζει με την αναποφασιστικότητά της τι θα φάμε σήμερα και πότε να στήνει αναδρομικές σκηνές, ότι στη χτεσινή δεξίωση σαλιάριζα με τη γυναίκα του διπλανού τραπεζιού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κλειστώ στον εαυτό μου. Σταμάτησα να μιλάω, σταμάτησα να την πηδάω, σταμάτησα γενικά. Έπαιρνα τα λεωφορεία κι έφερνα βόλτα τις γειτονιές του Τελ Αβίβ σα να ήμουν τουρίστας. Έμπαινα στα πολυκαταστήματα και στεκόμουν στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, αφήνοντας τη μυρωδιά της κανέλλας να με ταξιδεύει σε άγνωστους κόσμους. Σαν έσωνα να γυρίσω σπίτι, έκανε σαν υστερική. Έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της, κραυγάζοντας πως θα ξεματιάσει τις καριόλες που πήγαινα μαζί τους.
Δύο μέρες πριν μου προτείνει την κρουαζιέρα προσπάθησε να κόψει τις φλέβες της. Με περίμενε όρθια στο σαλόνι με το ξυράφι ακουμπισμένο απειλητικά στον καρπό. Αν δεν της έλεγα με ποια ήμουν προηγουμένως θα μας έγραφαν τα πρωτοσέλιδα.
Σε μια ξαφνική έκρηξη του δίκιου που μ’ έπνιγε, την πλησίασα σαν αστραπή και την άρπαξα απ’ το μαλλί. Τη γύρισα απότομα να βλέπω πλάτη και την ανάγκασα να γείρει στο κεφαλάρι του καναπέ. Όσο της ξέσκιζα τα ρούχα, της είπα πως θα της αποδείξω αμέσως ποια ήταν η τελευταία γυναίκα με την οποία πήγα.
Όταν έσωσε να μαζέψει τα κουρέλια της, στάθηκε στην πόρτα κοιτάζοντας με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα, αναζητώντας σιωπηλά την αλήθεια στα μάτια μου. Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της χωρίς κουβέντα και δε μου ξαναμίλησε μέχρι να θίξει το ταξίδι με το γιοτ.
Θες η συμπεριφορά της στη διάρκεια του ταξιδιού, θες η ομορφιά του τροπικού τοπίου, άφησα επιτέλους τον εαυτό μου να της χαμογελάσει. Το ίδιο βράδυ σύρθηκε στα σεντόνια μου και το επόμενο πρωί δήλωσε πως ξαναβρήκε το χαμένο της Μεναχέμ, ζητώντας μου ειλικρινά συγγνώμη που δεν κατάφερε να διαχειριστεί τη συγγραφική μου επιτυχία.
Τώρα όμως, το καυτό πλακάκι απ’ το μεσημεριανό ήλιο, μοιάζει κρύο στην παλάμη. Ξαπλωμένος στο απέναντι πεζοδρόμιο, πεταμένος άτσαλα απ’ το ωστικό κύμα της έκρηξης, περιμένω τη σκόνη να κατακάτσει. Να σβήσω απ’ τη μνήμη μου τη γλώσσα φωτιάς που την αγκάλιασε καθώς πετάχτηκε απ’ τον κάδο δίπλα της. Να τη δω να με χαιρετάει χαμογελαστή, μπροστά απ’ το αγαπημένο της cafe με τις βουκαμβίλιες.

Sunday, September 16, 2007

Rising feeling.

Don’t know if I’m right or wrong
every night ends to a dawn
the sun is shinning

fiddlers tunning on the streets
earth is far below my freet
guess I’m flying

eye-lashes round the core
like a child I ask for more
your beaming glances

blood is boiling in my veins
angel with a thousand names
unveil your secrets

heart-beat in a brand new pace
I surrender to the grace
of the rising feeling.

Tuesday, September 4, 2007

Αν γινόταν να ξαναζήσω

Το παρόν το έγραψε μια γυναίκα αφού έμαθε πως θα μας άφηνε από καρκίνο.
Τώρα πια δεν είναι μαζί μας.


Όταν αρρώσταινα θα έπεφτα στο κρεβάτι αντί να υποκρινόμουν πως η Γη θα σταματούσε να γυρίζει εάν εγώ δεν έλεγχα τα πράματα.
Θα άναβα το ροζ σκαλιστό κερί αντί να το αφήσω να λιώσει στη βιτρίνα.
Θα μίλαγα λιγότερο και θ’ άκουγα περισσότερο.
Θα καλούσα φίλους σε δείπνο έστω κι αν ήταν το χαλί λερωμένο κι ο καναπές ξεφτισμένος.
Θα έτρωγα το ποπ-κορν στο καλό σαλόνι και θ’ αδιαφορούσα για τη στάχτη όταν ένας φίλος πρότεινε ν΄ ανάψουμε το τζάκι.
Θα είχα την υπομονή ν’ ακούσω τις ιστορίες του παππού για τα ένδοξα νιάτα του.
Θα ζητούσα απ’ τον άντρα μου να μοιραστούμε περισσότερες απ’ τις ευθύνες που τον βάραιναν.
Δε θα ζητούσα ποτέ να σηκώσουν το παράθυρο του αυτοκινήτου επειδή ο αέρας θα μου χάλαγε το φρεσκοχτενισμένο μαλλί.
Θα ξάπλωνα στο γρασίδι κι ας λερωνόταν τα ρούχα μου.
Θα έκλαιγα και θα γέλαγα λιγότερο βλέποντας τηλεόραση και περισσότερο βλέποντας τη ζωή.
Δε θα αγόραζα τίποτα για την πρακτικότητά του είτε επειδή ήταν εγγυημένο για μια ζωή.
Αντί ν’ απεύχομαι τους εννέα μήνες εγκυμοσύνης θα χαιρόμουν την κάθε στιγμή και θα συνειδητοποιούσα πως η ζωή που μεγάλωνε μέσα μου ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να βοηθήσω το Θεό σε ένα θαύμα.Όταν τα παιδιά μου με φιλούσαν επίμονα δεν θα έλεγα ποτέ: “Αργότερα, πηγαίνετε τώρα να πλυθείτε για το φαγητό”.
Θα έλεγα περισσότερα “Σ’ αγαπώ” και “Λυπάμαι”.
Μα κυρίως, αν είχα μια ακόμη ευκαιρία να ζήσω, θα κρατούσα κάθε λεπτό, θα το κοιτούσα συνειδητά και δεν θα το επέστρεφα ποτέ.
Μην αναλώνεστε στις λεπτομέρειες.
Μη στεναχωριέστε για το ποιος σας μισεί, ποιος κατέχει περισσότερα ή ποιος κάνει τι. Ας χαρούμε τις σχέσεις μας με αυτούς που μας αγαπούν αληθινά.
Ας συνειδητοποιήσουμε τα δώρα που μας προίκισε ο Θεός και τι θα κάνουμε κάθε μέρα για να καλυτερέψουμε τους εαυτούς μας πνευματικά, σωματικά και συναισθηματικά.
Εύχομαι να έχετε μια ευλογημένη ημέρα.

Erma Bombeck.

Saturday, September 1, 2007

Μια όψη του πορτοκαλί.

Κάηκες ποτέ?
Πετάχτηκαν δυο σταγόνες λάδι απ’ το τηγάνι να σου τσουρουφλίσουν το χέρι?
Η φουσκάλα απ’ τ’ αναμμένο κάρβουνο στη νυχτερινή φωτιά της παραλίας σε πόνεσε ?
Φαντάσου τότε φλόγες να σου τυλίγουν το κορμί.
Να σου πω κάτι?
Την ώρα που καίγεσαι δεν πονάς. Πίστεψέ με.
Ο πόνος έχει έρθει πολύ πριν.
Μα κυρίως ο τρόμος.
Όταν είσαι κυκλωμένος απ’ τις φλόγες.
Η ειρωνεία του παγωμένου ιδρώτα. Η απελπισμένη τρελή ματιά.
Όταν τις βλέπεις να πλησιάζουν με το αδηφάγο στόμα ανοιχτό.
Όταν σφίγγεις τα παιδιά σου στην αγκαλιά και βάζεις πλάτη στη φωτιά.
Τότε που ανήμπορος να κάνεις κάτι θυμάσαι να προσευχηθείς.
Να κλάψεις ακούσια.
Την ώρα που ό,τι Θεϊκό σε χαρακτηρίζει εξατμίζεται πρώτο.
Την ώρα που μετατρέπεσαι σε ελαφάκι που το ξεμονάχιασε ο λύκος.
Την ώρα που χάνεις κάθε ανθρώπινο και νιώθεις γυμνός, απροστάτευτος.
Την ώρα που καταντάς ανήμπορο θύμα.
Ένιωσες έτσι ποτέ?

Sunday, August 26, 2007

Που να κρυφτώ τώρα?

Πόσο ζει ένας άνθρωπος? Ένα δέντρο, ένα κατσικάκι πόσο ζουν? Πόσο ζει μια ιδέα? Ένα μνημείο πόσο ζει? Αν λιώσουν οι πάγοι κι εξαφανιστεί η μισή γη, πόσο καιρό θα το θυμάται ο άνθρωπος? Τις στάχτες της Ολυμπίας σε ποιο ανθέμιο θα τις τοποθετήσουμε? Ποιος αγαπάει την Ελλάδα περισσότερο? Εμείς ή οι επισκέπτες της? Ποιος θεωρείται ήρωας και ποιος απερίσκεπτος? Αξίζει να πεθάνεις για να σώσεις πέντε δέντρα απ’ τη φωτιά? Τι σημαίνει για τον καθένα το χώμα που πατάει? Το χώμα που γεννήθηκε, που κατάπιε παίζοντας όταν ήταν παιδί? Το χώμα, το δέντρο, το νερό, ο αέρας, το κατσικάκι που νοεί πατρίδα? Τι κουβαλάει ο άνθρωπος στα κύτταρά του ώστε με το ένα χέρι να καταστρέφει και με το άλλο να υπεραμύνεται?
Θρηνώ. Κλαίω που μου έλαχε να βιώσω την καταστροφή. Θέλω να πετάξω την ευθύνη από πάνω μου. Να είχα γεννηθεί εκατό χρόνια νωρίτερα για να μη την αντικρίσω. Να γεννιόμουν εκατό χρόνια μετά και να την διάβαζα επιδερμικά στα βιβλία και τα μυθιστορήματα. Γιατί αυτό το βάρος της ευθύνης? Γιατί αυτές οι ενοχές?

Tuesday, August 21, 2007

Victim of intimacy

Fine! Call me a nut-case

load the sins on my back

after all you’re good in words


only to hear the key on the lock

your footsteps on the stairway

to scent you behind the door


the bed’s too big for me

my chest too spacious

my loneliness unbearable


I’m not afraid to open my heart

accept you look down on me

no worse than you been gone


that’s who I was and always be

to the ones before and may be after you

a victim of intimacy.

Thursday, August 16, 2007

Longing...

What use is the pen if writes silly
what good is the mouth if speaks loud
what need is the eyes if glance darkness
what purpose is the ears if listen nonsense
what worths a mind if thinks individual
what kind of emotion penetrates the hard skin?

I want my fairy-tails back
my wooden toys
the broken promises
to change present into future past

vocabulary at hand
to interpret the between the lines void
to reshape the words I’m fed with

crowd of lonely souls
all charged positive repeling each other
the half-full oxymoron.

Tuesday, August 7, 2007

Draw-back

The book lays still in counted pages
the turning hands are also there
those to be seen patiently waiting
but reluctant eyes choose not to stare

as vespers cuddle the rippled brine
driving turtles away from shore
pilgrims stay aloof the blood-shed
to carve the path of the winning God

shooting dreams to disintegration
grinded tombs of somewhen hopes
heads are bending kind of awkward
driven by the tight lashed ropes

saviors buy a disdained moon for nickles
building refugee huts on the bright side
pines burst their juice in tears
cause humans can’t recall to cry

tongues rest numb inside their hollows
since now words are made of stone
shadows reckon among the threshold
to cloak the ones that must be shown

Tuesday, July 31, 2007

Με τις υγείες μου.

Βλέπω τον τρόπο που καπνίζεις
που πίνεις τον καφέ σου

τα λεπτά σου δάκτυλα
που πιάνουν το ποτήρι

τη χάρη του κεφαλιού
σαν στρίβεις να κοιτάξεις

τα εκτεθειμένα πόδια σου
που μαγνητίζουν μάτια.

Κι αντί στο θρόνο να στηθώ
που το κορμί σου ορίζω

που χίλια τόσα μυστικά
περάσματα κατέχω

σταθμίζω λεπτομέρειες
από αυτά που εγώ σου δίνω.

Γιατί κι ας μη το δέχομαι
στη θέση της αγάπης

έβαλα δούναι και λαβείν
τη σχέση να ζυγίζουν.

Wednesday, July 25, 2007

Alecton

Δεν έχω λέξεις ν’ απαντήσω στ’ ασύρματά σου λόγια
κραγιόν να χρωματίσω τις ευθείες που ξαπλώνουν

μου λείπει η επαφή τους

οι τρεμάμενοι μυς του προσώπου που τα λέει

η επιβεβαίωση του βλέμματος

η ανάσα που παράγει τις συλλαβές

τα λυπημένα, χαρούμενα ή σφιγμένα χείλη

η παλάμη σου στο γόνατο σαν όρος αλήθειας

μου λείπουν ανυπόφορα.


Έχω όμως άχρηστα χέρια που δε σ’ αγγίζουν

αυτιά που δε σ’ ακούν

στείρα μύτη

γλώσσα βουβή

κι ένα ζευγάρι ασύρματα μάτια.

Monday, July 23, 2007

Mid-west balad

Slowly rolling down the streets

looking for the eyes I’ve missed

is there anyone to show me the way


it’s been a long-long time ago

before the beard in my cheek grow

when I left with an ache in my heart


stood up-right and took my stands

till I ended to the man

who returned to his home-town again


willing dreaming starting fresh

with the girl who gave her best

to the boy I once used to be


wrights and wrongs I’d like to mend

in her embrace and there to spend

until eternity


my deeper hopes will then come true

“yes my baby I love you”

I’ll tell her all the time


dreamer walking down the street

memories play hide and seek

is there anyone to show me the way ?

Tuesday, July 17, 2007

Δεν απαντώ

Για όσο είμαι ακόμη εδώ
να μιλώ με κόσμο
να γεμίζω φυλλάδες
να ξυπνώ κάθε πρωί

έχω μια υποχρέωση

στα τζιτζίκια
που τραγουδούν το καλοκαίρι

στα βότσαλα που λαμπυρίζουν
στο βάθος του αλμυρού νερού

στο ζεστό ψωμί
που μου μερεύει την πείνα

δεν είμαι η μάνα κι ο πατέρας μου
ούτε η αγάπη που με στοίχειωσε

είμαι μια ψυχή αυτόνομη
μια καρδιά με το δικό της κτύπο

κι επειδή δεν είμαι τέλειος
σκουντουφλώ συχνά

κάθε απόφαση καινούριο μονοπάτι

τι θα γινόταν αν…

έχω δικαίωμα στη λύπη
ανάγκη να κλάψω

μα θέλω ή όχι
η νύχτα δεν είναι παντοτινή

φεύγει κι έρχεται το φως.

Sunday, July 15, 2007

Αδιέξοδο.

Κοιμάται ή μάλλον κοιμόταν δίπλα μου
τώρα πληκτρολογώ στο γραφείο
μπορεί να μην κοιμάται
να μετέτρεψε τ’ αυτιά σε μάτια

παρακαλώ μη βήξω
μην τσακωθούν οι γάτες
μη λαλήσει κάποιο αμάξι
μην ξυπνήσει αν κοιμάται

κάθε πριν κοιμηθεί
εύχομαι νάν’ η στερνή
η φορά που ευχαριστήθηκε
η φορά που με σκότωσε λίγο ακόμη

κι αν δε με μαχαιρώνει αυτή
το κάνει η άλλη
η αδυναμία μου
η μαλακία που με δέρνει.

Friday, July 6, 2007

Eulogy

You've got to believe
that I spend all day and night
round the clock turning on and off the light
thinking of you

you've got to believe
I can no more count time
myself's no longer mine
I'm breathing for you

you've got to believe
everything I've given up
all the signs are pointing at
the image of you

you've got to believe
my heart is yours by all means
you touch it first and then begins
the ticking for you

you've got to believe
that anything you do
anything you say
to me is a eulogy.



Στο Μαράκι..!


Καλό καλοκαίρι παιδιά..!
Από φθινόπωρο ίσως τα πούμε πάλι...

Saturday, June 30, 2007

Δυο φεγγάρια τον Ιούνη

Όσο περίμενα σχεδίαζα
ήρθα νωρίς σκεπτόμουν
και βύζαινα ελπίδα
ξομολογιόμουν του φεγγαριού
τα φύλλα της ψυχής

μα η άδεια θέση δίπλα μου
του ανεκπλήρωτου η αλήθεια
έστειλαν την περηφάνια ξυπόλητη

το κλαρί λύγισε στο χέρι
η γλώσσα μάτωσε στο στόμα
κι έφυγα με το κεφάλι γυρτό

πανσέληνος Ιούνη και δεν ήρθες
τα ταμένα πέθαναν
τα όνειρα έμειναν τέτοια
και το βιαστικό συμπέρασμα με κράτησε βουβό

άφησε τη σκέψη να σε πυρπολήσει
όπως έκανες κι εσύ 29 μέρες μετά
που η μοναξιά σου περίμενε την απουσία μου.

Wednesday, June 27, 2007

Σκαλιστήρι.

Τις τελευταίες μέρες πηγαίνω στη δουλειά άυπνος από τη ζέστη.
Είμαι πτώμα, τα βλέφαρα βαραίνουν και ο ύπνος μ' επισκέπτεται το πολύ μισή ώρα.
Η φάση διαιωνίζεται ήδη τρεις μέρες.
Έτσι μου ήρθε κατακούτελα να σηκώσω δυο αποσπάσματα από ένα παλιότερό μου γραπτό.



Ήταν Δόκιμος Πλοίαρχος στο πρώτο καράβι που πάτησε το πόδι του για δουλειά. Τον «Κωνσταντίνο». Γκαζάδικο. Σαπίλα τουρμπινάτη. Έδεναν το πλοίο στο «Bandar-Homeini» της Περσίας, παραμονές του Ιρανό-Ιρακινού πολέμου. Τότε όμως δεν κούναγε φύλλο. Ήταν η κάλμα πριν την καταιγίδα.
Η ζέστη θανατερή. Ο ήλιος τους βάραγε στο δόξα πατρί. Το κεφάλι καζάνι που έβραζε. Στη σκιά και δεν άντεχες. Έτρεχες σαν τον τρελό δεξιά-αριστερά χωρίς λόγο. Παρακάλαγες θεούς και δαίμονες να σε λυτρώσουν απ’ το μαρτύριο.
Είχε το μπλουζάκι στερεωμένο στο κεφάλι με τα μανίκια πιασμένα κόμπο στο σβέρκο. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Τα μόνα του φορέματα ήταν εκείνα τα παλιοπάπουτσα με την τρύπα στην αριστερή σόλα, το jean σορτσάκι και τα εργατικά του γάντια.
Οι παλάμες και τα δάκτυλα είχαν βράσει μέσα στα γάντια και πότιζαν το βαμβακερό ύφασμα. Ήθελε να τα βγάλει. Δεν το έκανε όμως γιατί δεν είχε ακόμη αποτρελαθεί. Ο Γραμματικός, τον είχε βάλει να μαϊνάρει το συρματόσχοινο ασφαλείας απ’ τη δεξιά μάσκα.
Το πολυκαιρισμένο σύρμα όμως ήταν σάπιο κάτω απ’ το γράσο που το είχαν αλείψει και οι σπασμένες ατσάλινες σκλήθρες δεν φαίνονταν. Έδιναν όμως το παρόν καθώς γρατζούναγαν τη δερμάτινη επικάλυψη των γαντιών στην παλάμη την ώρα που το μαϊνάριζε.
Ο ουρανός πεντακάθαρος κι ο ήλιος ντάλα. Όταν βάρεσε st. by. και το τσούρμο τράβηξε πλώρα-πρύμα να δέσει το καράβι, το θερμόμετρο έδειχνε 52 βαθμούς υπό σκιάν. Η χειρότερη μέρα απ’ όταν έφτασαν. Τα σίδερα είχαν φουσκώσει, οι σκουριές είχαν σκάσει, τα γράσα είχαν γίνει λάδια κι έσταζαν από παντού. Μόνο οι ανθρώπινες μηχανές ψάρεψαν κουράγιο και φιλότιμο να συνεχίσουν τη δουλειά. Γιατί μόνο το κουράγιο και το φιλότιμο, μπορούσαν να δώσουν σπινθήρα στο καύσιμο της ανθρώπινης μηχανής κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Ο ιδρώτας το έσκαγε μέσα απ’ τα μάτια του. Με ρυθμούς ιλιγγιώδεις το κορμί του σούρωνε. Οι ακτίνες του ήλιου, σαίτες που διαπερνούσαν τα πάντα. Έμπαίναν απ’ τη μια μεριά του κεφαλιού κι έβγαιναν απ’ την άλλη. Από ένστικτο, έσκυψε το κεφάλι μπας κι αποφύγει τις σαϊτιές. Του κάκου. Σήκωσε το γυμνό μπράτσο να σκουπίσει το πρόσωπό. Οι ιδρώτες αγκαλιάστηκαν.
( Άμε στο διάβολο ! )



Ταξιδεύαμε χειμωνιάτικα τον Βόρειο Ειρηνικό από την Ιαπωνία στην Αμερική. Ο καιρός λυσσασμένος, έψαχνε για θύματα. Μας είχαν πιάσει δυο απανωτά χαμηλά, το ένα πιο φουριόζικο απ’ το άλλο. Στην εναλλαγή των βαρομετρικών, μάς γυρνάει τον καιρό στα όρτσα να σπάσει το καράβι. Είχαμε μια βδομάδα να δούμε τα κρεβάτια μας. Αν μας ρώταγες τι σημαίνει σεντόνι, θα σου λέγαμε πως η λέξη μάς είναι άγνωστη. Μια βδομάδα όρθιοι με κατακόκκινα μάτια, θολό μυαλό και τα χέρια σχοινιά, να μας δένουν στ’ απανταχού ρέλια.

Monday, June 25, 2007

Γαμώτο σου.

Λέξεις ριγμένες στο χαρτί
ταινίες στο πανί τ’ ουρανού
οπτασίες που ακροβατούν στο κύμα
τι να μου κάνουν

γεμίζω το τρύπιο ποτήρι
μ’ αίμα που δε ρέει
κοιμάμαι σε μονό στρώμα
και στα όνειρα σου κάνω χώρο

καταπίνω τα βότσαλα που πάνω τους κυλιόσουν
κόκκινο σπαθί στη στάση της μορφής σου

κι η μυρωδιά σου στέκεται στο βαλσαμωμένο χέρι
που σ’ άγγιξε στερνό.

Saturday, June 23, 2007

Pearl in the sheet.

Ό,τι αγαπώ, το μαθαίνω ή το ανακαλύπτω.

Sunday, June 17, 2007

Όταν

Όταν ήσουν μελαχρινή με μάτια μαύρα
μαθαίναμε τα τερτίπια του κορμιού

όταν ήσουν ξανθή με πράσινα μάτια
κάναμε έρωτα μόνο την τελευταία φορά

όταν ήσουν μελαχρινή με πράσινα μάτια
κάναμε έρωτα μόνο τα δυο πρώτα χρόνια

όταν ήσουν ξανθή με μπλε μάτια
κάναμε μόνο έρωτα

όταν ήσουν καστανή με μάτια μελιά
… έχει ομίχλη δε μπορώ να δω
ή μπορεί και να φοβάμαι…

Thursday, June 14, 2007

Πάει...

Πόσο χρήσιμος είναι ο λαιμός ενός σπασμένου μπουκαλιού; Πώς να βγάλει τ’ όπλο απ’ τον ώμο ο μολυβένιος στρατιώτης και να υπερασπιστεί τη μπαλαρίνα απ’ τη ζήλια του κλόουν; Που να προσγειώσει ο σκαραβαίος το αλεξίπτωτο; Απ’ τη μέση και πάνω ή απ’ τη μέση και κάτω;
Είναι θέμα αισθητικής. Των υλικών που είσαι φτιαγμένος. Ο τρόπος που σκέφτεσαι και τη βλέπεις. Η ανάγκη να λύσεις τον κόμπο που δένει το στομάχι κι η επιθυμία να κατεβάσεις τους παλμούς. Η συνταγή για το πάρκινσον των χεριών, των ποδιών και του σαγονιού. Όσο προσπαθείς να τα κρύψεις, να τα πλακώσεις με την πέτρα, να τα κρατήσεις ακίνητα, κρυμμένα απ’ τα μάτια και τις κεραίες της, τόσο συσπώνται, αναρριχώνται, βγάζουν κεφάλι και παρουσιάζονται μπροστά της με πλήρη αρματωσιά.
Της δίνεις το δικαίωμα ν’ ανοίξει το καπάκι μέσα της και να τινάξει τον συσπειρωμένο κλόουν που κρύβει στην ψυχή της. Να φας την κουτουλιά στο δόξα πατρί κι όπου πέσεις.
Έχει σημασία; Καμία. Η πτώση είναι πτώση κι η μάχη χαμένη. Σηκώνεις τα χέρια, παραδίδεις τα όπλα και ξηλώνεις τα γαλόνια. Τα προτερήματα που σε τρέφουν και κάνουν τη θεωρία πράξη. Την τελική ώθηση να της μιλήσεις, να την κοιτάξεις με τρόπο, να ζωγραφίσεις ένα μισοχαμόγελο στα χείλη και να πεις τις λέξεις που θ’ ανάψουν το φούρνο για το ζέσταμα του χυλού.
Μιλάς και νοιώθεις εκ πείρας. Το έχεις προσπαθήσει μια φορά κι η αφεντιά της σου έδειξε το μονοπάτι του γκρεμού. Εκείνη η φορά όμως δεν πιάνει. Ήταν η γενική πρόβα με κουστούμια και τα όλα της, αλλά χωρίς κοινό.
Το επόμενο κεφάλαιο ήταν διαφορετικό. Είχε πρωταγωνίστρια τη βασιλοπούλα του παραμυθιού. Εκείνη που κατάφερε να συνασπίσει τις καλομοίρες και τις μάγισσες, να της προσφέρουν τα καλά Ουρανού και Γης.
Της πήρε έξι αιώνες να μου μιλήσει. Να ρωτήσει πόσο μεγάλα ήταν τα πνευμόνια μου. Πως γίνεται οι υπόλοιποι να σέρνονται εξουθενωμένοι, την ώρα που εγώ συνέχιζα να καταπίνω απτόητος τα χιλιόμετρα. Αν έφταιγε το κατεβασμένο μου κεφάλι για να μειώνω την αντίσταση του αέρα.
Απ’ εκείνο τ’ όνειρο δεν ξύπνησα ακόμη. Ούτε και πρόκειται. Οδήγησα τ’ αλεξίπτωτο απ’ τη μέση και πάνω. Την τάιζα το παγωτό και της φιλούσα τα χείλη σα να ήταν η τελευταία φορά. Της χάιδευα τα μαλλιά και την παρακαλούσα να τα μακρύνει για να χαϊδεύω αιώνια. Σαν κουραζόταν να την κοιτώ, έπλεκε τα πόδια της γύρω μου και τρίβαμε τ’ αυτιά μας. Της αγκάλιαζα τη μέση, οδηγούσα τις παλάμες στους ώμους και ρούφαγα τις αποπνοές του λαιμού της.
Μια μέρα, αναγκάστηκε να φέρει μαζί τα γκρενά και πρησμένα της μάτια. Βαστούσε το χαρτί της NASA, που μετέθετε τον πατέρα της στο τμήμα τηλεμετρίας. Ζήτησε να μου προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό της. Να μεταφέρει την ευθύνη πάνω μου, να την αναζητήσω μόλις τελειώσω το σχολείο. Να καβαλήσω τ’ αεροπλάνο και να προσγειωθώ στη Νέα Γη.
Κι αντί να εισβάλω στο χωράφι με τις κερασιές, να σκαρφαλώσω στο δέντρο και ν’ αφήσω το γεμάτο στόμα να ξεχειλίσει τους χυμούς, έγινα σκαραβαίος. Χώθηκα στην τρύπα μου και ζωγράφισα τους τοίχους με τη μορφή της.

Tuesday, June 12, 2007

Μοναξιά

Τον τελευταίο καιρό βρήκα λόγο να χαίρομαι

να ευλογώ τις συνήθειες που μας χώρισαν τους δρόμους

όπως χώρια είχαμε τα καλάθια με τα λερωμένα


κάτι μ’ έπιασε και σήκωσα το καπάκι του καλαθιού σου


είδα την πετσέτα που είχες αφημένη

ν’ ακουμπούν τα ρούχα σου σε μαλακό βαμβάκι


πήρα να την πλύνω και φάνηκε το άσπρο μου μπλουζάκι


αυτό που φόραγες στον ύπνο

τότε που μ’ αγαπούσες


αυτό που αγκάλιαζα και μέσα του περίσσευες


αυτό που έψαχνα την άκρη του

να σύρω το χέρι πάνω απ’ την καρδιά σου


κουρνιασμένο στις παλάμες

τώρα περισσεύει εκείνο


εκείνο που το πρόσωπο έχει για μαξιλάρι.

Monday, June 11, 2007

Κάτι τρέχει στα γύφτικα

Μεσ’ από τη ντρύπα μου σου γράφω το τραγούδι
όχι την από πίσω μου αλλ’ αυτή με το φεγγίτη
που το μικρό δωμάτιο μετάτρεψα σε σπίτι
κι οι ξένοι όλοι πέρδονται πίσω απ’ το πατζούρι

σεμνότυφη κι αμέριμνη μεστή περικοκλάδα
που βγάζεις τα μπαλκόνια σου βόλτα με το καρότσι
έλα να τα κάνουμε τάτσι μίτσι κότσι
και κόβω εγώ για χάρη σου σκόρδο και φασολάδα

με όλη τη μασέλα μου σε φίλησα κοκόνα
που έπεσε στον κόλπο σου και έμεινα φαφούτης
βλαστήμησα την τύχη μου που μ’ έχει του χεριού της
το χέρι μέσα έχωσα βαθιά ως τον αγκώνα

για χάρη σου τη ζήση μου την έκανα μαντάρα
και αι ντομάται έμειναν απούλητες στο Datsun
τα χόρτα μου μαράθηκαν τ’ αγγούρια θα χαλάσουν
κι αντί με τ’ αυτεκίνητο θα τριγυρνώ με κάρα.

Friday, June 8, 2007

Αποδομή

Σήμερα τα έβαλα με όλες σας
άρπαξα την αφορμή
και σας έντυσα τα ίδια ρούχα

νάχει το βλέμμα μου γαλήνη
να μη σκοτίζεται ο νους
να μην πονάει το μέσα

σήμερα έγινα θεός
σας δημιούργησα απ’ την αρχή

σήμερα ίσως έκανα λάθος
να μην ξέρω ακόμη τον τρόπο

σήμερα έμεινα μόνος.

Sunday, June 3, 2007

Μεταδοτικό

Είναι απλό.
τεντώνεις τα χείλη χαλαρά
και τ’ ακρόχειλα κοιτούν επάνω

αφήνεις τα μάτια να λάμψουν
εκείνη την ευχάριστη γυαλάδα

χαμόγελο το λένε

ξέρεις…
δεν είναι καινούριο φρούτο

ίσως σήμερα πικρίζει
να είναι στυφό

μα κάποτε
το πρόσφεραν σε δαντελωτό πιατάκι
μ’ ασημένιο κουταλάκι του γλυκού
και δροσερό νερό στο πλάι

κάποτε
τον καιρό της παράδοσης
τον αιώνα της εμπιστοσύνης
τα χρόνια της υπομονής

την εποχή του χαμόγελου.


---------------------------------

Σου μοιάζει το πρωί.
αν είναι κρύο μοιάζει μ’ αποχαιρετισμού
εκείνου του πρόσκαιρου αντίο
που κάνει την προσμονή δημιουργική

αν είναι ζεστό μοιάζει μ’ αγάπης
εκείνης της επιθυμίας να γκρεμίσουν όλα
παρά τα μάτια να κοιτάξουν αλλού

σου μοιάζει κι η νύχτα
που με τα φώτα της σου παίρνει το μυαλό
που σε ταξιδεύει εκεί που θες να πας
που με τ’ αστέρια της σε κάνει να ονειρεύεσαι
να χτίζεις καινούριους κόσμους
να βάζεις τα πάντα στη θέση που ανήκουν

μα για να πω την αλήθεια
δε μοιάζουν με σένα

με το χαμόγελό σου μοιάζουν…

Friday, June 1, 2007

Monday, May 28, 2007

Καταδίωξη



Η Δήμητρα κάηκε σαν άλλη Τροία. Ή μήπως την πυρπόλησε ο ίδιος; Το παιχνίδι με τον πλάγιο λόγο και την ενεργητική φωνή ήταν πάντα επικίνδυνο.

Στην πρώτη περίπτωση, η φωτιά φάνταζε με αυτοκαταστροφική διάθεση. Το ανελέητο κυνηγητό των διφορούμενων σκέψεων. Η αφόρητη πίεση που σε σπρώχνει να κάνεις ανήκουστες πράξεις. Αν είσαι δυνατός θα βρεις τον τρόπο ν’ αντεπεξέλθεις. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα είναι προϊόν ελευθερίας βούλησης.
Η δεύτερη περίπτωση τον κάθιζε στο εδώλιο. Στην αγαπημένη του θέση. Εκεί που δικηγόρος υπεράσπισης και κατηγορούμενος μαζί, ξεδίπλωνε τις διαλεκτικές του αρετές. Την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του.
Βγαίνοντας, η πόρτα του διαμερίσματος έμεινε ανοικτή. Άκουσε τον γδούπο της πτώσης στο πάτωμα. Έτσι και γύριζε να την συνεφέρει, να της δώσει ένα ποτήρι νερό, θα υπέγραφε την καταδίκη του. Το ζεστό συναίσθημα δεν έπρεπε να τον επηρεάσει. Αν πισωπάταγε, θα ήταν υποχρεωμένος να μείνει.
Πήρε να κατεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο.
Αφού της το είπε απ’ την αρχή. Την προειδοποίησε όσο ήταν ακόμη νωρίς. Απ’ αυτήν δεν ήθελε, ούτε ήλπιζε τίποτα. Τελεία και παύλα. Προορισμός του ήταν η συνέχιση του ταξιδιού. Ευχαρίστησή του, το αέναο της κίνησης. Μια στάση έκανε δίπλα της να ξαποστάσει.
Εκείνη όμως έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Σαν άλλος Θεός ζήτησε να τον αλλαξοπιστήσει. Έπιασε να συγγράψει τη δική της εκδοχή για το δικό του μέλλον. Πάτησε τέλος στ’ αγκάθια κι ησύχασε.
Όπως τα σκεπτόταν, του ήρθε η φαεινή. Αυτός παρέδιδε περισσότερα μαθήματα από αυτά που έπαιρνε. Αρκεί οι μαθητές να τα εμπέδωναν. Έδεσε το σάκο του στη μηχανή και προσπάθησε να χαλαρώσει. Στο κάτω της γραφής, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος. Οι καταστάσεις τον επηρέαζαν κι αυτόν. Καβάλησε κι έβαλε μπροστά. Ευχήθηκε πραγματικά, το βιβλίο του Καζαντζάκη που της άφησε δώρο, να συνηγορήσει υπέρ της θέσης του.









Sunday, May 20, 2007

Σκωτσέζικο ντους.

Υπάρχουν ώρες αργές, αναποφάσιστες
που δεν ξέρω πώς σε προτιμώ

να σου παραπονιέμαι στο γκρίζο και το κρύο
με γιακά σηκωμένο και υγραμένη μύτη
με συλλαβές ανήμπορες σε στόμα μαγκωμένο
με άνοστο χαμόγελο και άχρηστη αιώνων γνώση

ή να παραδίνομαι στα πορτοκαλιά σου ερπετά
που λάμνουν στ’ απέραντό σου δέος
στους θύλακες γαλήνης
που απλόχερα χαρίζεις
στην ιδανική ζέστη
τού ήλιου που στραγγίζεις

κι εσύ να συμμετέχεις
τη μια να ταράζεσαι πως σε κατηγορώ
που το κρεβάτι άφησε τάχα μου για τσιγάρα
και στέλνεις κύματα βουβά τα πόδια μου να βρέξουν

την άλλη να ευφραίνεσαι που νύχτα της Σελήνης
δίπλα σου γονάτισα να κλάψω απ’ αγάπη
και κείνη με πλησίασε με το γατίσιο βήμα
τους ώμους μού αγκάλιασε και δάκρυσε παρέα

μα χειμώνας ή καλοκαίρι
παράπονο ή αναπόληση
παρελθόν ή παρόν

ο βράχος εκεί θα στέκεται
κάποιον να περιμένει...

(χρόνια σου πολλά κορίτσι..! Ελπίζω να σ' αρέσει.)


Monday, May 14, 2007

Secret occupant

My secret occupant awakes again
reflects my feelings in the air
for anyone to see them fly
to shoot them down and make me cry

my secret occupant makes no mistake
all that I have he wants to take
my tenderness my magic ball
to grip in chain my heart and soul

my secret occupant believes so far
that I belong inside a jar
he pulls the cheese tied up with lace
he wants to lock me in the maze

my secret occupant is yet unknown
to every one except my own
I shake my spear a lonesome Knight
no regal flag to back my fight

my secret occupant is dressed in white
like sugar mommy by my side
pretends to give me what I wish
provided that he makes me his.

my secret occupant I want to blame
he dirty plays the mind game
but still I fail to prove myself
that I’m a man and he’s an elf

Thursday, May 10, 2007

Ten songs

The epitaph. King Crimson.
Εφηβικά party. Κουβέντες με την παρέα πως θα ρίξουμε τη γκόμενα.
Εφαρμογή του κώλου, των συζητημένων θεωριών.
Με Cambridge Lower και δεν είχα προσέξει πως το τραγούδι δεν είναι ερωτικό.


The end. The doors.
Εφηβικές συγκρούσεις με τον πατέρα.
Χόρτο. Θάνατος της Μαρίνας από υπερβολική.


Selling England by the pound. Genesis (the whole album)
Είσοδος στην αληθινή μουσική.
Μηχανιώνα. Σχολή καπεταναίων. Ιστιοπλοΐα το χειμώνα.
Σεβασμός κι αγάπη στη θάλασσα.


Gold dust woman. Fleetwood Mac.
Πρώτη φορά στις ΗΠΑ. Νέα Υόρκη. Tanya.


Set me free. Rod Stewart
Φαντάρος. Πρώτος χωρισμός με την Ακριβή.
Τρύπα στο στομάχι.


Four seasons. Vivaldi.
Νυχτερινές βάρδιες στα τροπικά. Ο ουρανός να σε πλακώσει.


Purple rain. Prince.
Αυστραλία. Ιππασία στα Murray. Judy.


Στην αγορά του Αλ Χαλίλι. Αλκίνοος.
Αγκαλιά με τη Μαρία.


Τα γραφτά και τα ποιήματά μου.


Το δέκατο αναμένεται…

Friday, May 4, 2007

Ανεμοπόρισσα

Νεράιδα του σύννεφου και της δροσοσταλίδας
ανεμοπόρισσα τρελή της γης και τ’ ουρανού
γαλήνεψαν οι άνεμοι της μέσα καταιγίδας
σαν άπλωσες τα πέπλα σου στις άκρες του παντού

Νάμα κρασί πρωτόγιομο τα χείλη σου στη γλώσσα
μύρο της ανατολής κορμιού αποπνοή
αντίλαλος το βλέμμα σου μέσα σε τόσα όσα
χάδια λευκά θα χάριζες στου ονείρου την καμπή

Δικός σου είν’ ο άνεμος δικός σου και ο βράχος
σκλάβα σου η θάλασσα και η στεριά μαζί
π’ ανάμεσά τους στέκομαι χαμένος και μονάχος
να τραγουδώ τα κάλλη σου με κάθε αφορμή.

Saturday, April 28, 2007

Σήμερα το βράδυ

Σήμερα το βράδυ
πριν λίγο…
παραλίγο να πεθάνω

να σβήσει αυτό που μ’ ορίζει

αυτό που δεν άντεξες πάνω μου

το καθαρό μου βλέμμα
την αλήθεια μου

καθρεφτίστηκες πάνω τους
και λιποψύχησες

είπες δικαιολογίες
κι έφυγες

κι εγώ…

έτοιμος να τα μαχαιρώσω

μήπως γυρίσεις

μα έφυγες
μ’ ένα πρόσωπο στεγνό

έφυγες
μ’ ένα απαγορευμένο πισωγύρισμα

εκείνο που καίει γέφυρες
και πνίγει ελπίδες

κι εγώ
απέθεσα το μαχαίρι.

Monday, April 23, 2007

Υπήρξαν και τέτοιες

Όταν ηρεμώ
όταν δεν θέλω να σε σκοτώσω
τότε που παίρνω πάλι τ’ ανθρώπινο
θυμάμαι τις καλές στιγμές

το κερί στην Προυσώ
για να στεριώσουμε

τον έρωτα στο ποταμάκι
που σε βάπτισα νύμφη των νερών

που κυλιστήκαμε στα χιόνια
σαν φανέρωσα το δακτυλίδι

τα ούζα που τσακίσαμε στη Λευκάδα
και τραγουδούσαμε των ψαριών

που είδες του πλοίου τον καπνό
κι έκλαψες να μην ξαναφύγω

το σημάδι στο λαιμό
απ’ τη λάβα της Kagoshima

τα φιλιά του πρώτου ραντεβού

το ακροπερπάτημα
στο table mountain

τ’ αδέσποτο που μαζέψαμε
και κάναμε παιδί μας

που μας κέρναγαν στο μαγαζί
γιατί ομόρφαινες την πλάση

το άλικο στόμα μας
απ’ τα φύλλα των Ινδών

την αγορά του αλ χαλίλι
που χορεύαμε αγκαλιά

τις νυχτερινές μας βάρδιες
στον τροπικό του Αιγόκερω

που σε γαργαλούσα και δεν ήθελες
κι όλο κοντά ερχόσουν

την σκισμένη φτέρνα μου
απ’ τα κοράλλια της Papeete

την αγάπη
που καθρεπτιζόταν στα μάτια σου

τη ζήλια σου
στη moulata της Ipanema

τ΄ αλατισμένο σου κορμί

ναι..!
υπήρξαν και χαρούμενες στιγμές…

Saturday, April 21, 2007

Το τιμόνι

Πώς να βάλω στη σειρά τις λέξεις
με γράμματα να σε ζωγραφίσω
να συμμαζέψω το χάος σε απτή μορφή

δεν ξέρω καν που είμαι
αν χάνομαι ή ζω

εγώ που δεν πιστεύω
σ’ έκανα Θεό
εγώ που δεν λατρεύω
σου υποκλίνομαι

σου φέρνω ανεμώνες
σου φτιάχνω αμυγδαλωτά
κι όταν βρίσκομαι δίπλα σου
τ’ ανθόνερο ζηλεύει το άρωμά σου

μείνε..!
μείν’ εκεί που είσαι
η επαφή σου με καίει
με σημαδεύει το φιλί

η αγάπη μου ασήκωτη
αέρας το κορμί

κούρσεψες την καρδιά μου
μπήκες στα όνειρά μου
κι είμαι έτοιμος
την ψυχή μου να σου δώσω

και το τιμόνι…
να με κυβερνάς..!

Thursday, April 19, 2007

Άφησα τα θέλω μου
και πήγα στα μπορώ μου

Monday, April 16, 2007

Γράσα στην ψυχή

Είμαι χαρούμενος
χαμόγελο αυτοκόλλητο στα χείλη
όταν ξυρίζομαι σφυρίζω

κοιτάζομαι…
βλέμμα καθαρό
χμ… ρυτίδα στου ματιού την άκρη

let it be
η μέρα είναι ωραία.

Κίνηση ψηλά στην Κηφισίας
χα..! ζητιάνος στο φανάρι
θράσος κι ανοιχτή παλάμη

let him be
εδώ ζει καλύτερα.

Συνέταιρος απών
συνέλαβαν το γιο του
φόραγε κουκούλα, έκαψε αμάξι

κακό prestige
να το κουκουλώσουμε.

Άρον-άρον στην κλινική
σύζυγος αποπειράθηκε
σημείωμα: πρωινή αδιαφορία

κοιτάζομαι…

αμφιβολία

ισοζύγιο χαράς

ποιανού τη στέρησα?

Friday, April 13, 2007

Scaling

Hereby, on the razor moment
I debate upon what I am

put the blame on Nobody
and carry on a young blood

too tired to reflect
exausted under trials
I’ve got to seal my memories’ barrel

I long a tranquil state
an untouched piece of heart
and peaceful borders

what does it take?

solitarity?
abused intimacy?

anything but sincerity

for there’s no duality in relationships
just officers and privates

nice world have I built

fear in the gut
rigidness in glance
diplomatic behavior
and pills to tuck into

I need to get even

it’s imperative to change.

Thursday, April 5, 2007

Ode to the weak

There are times I cheat on the gun
and swiftly think to pull the trigger
past, present, future to blend in one
to seize the pain from digging deeper

don’t wanna listen don’t wanna talk
don’t wanna touch, see or taste
for only death to wave its cloak
above the life I’m off to waste

to blank your image in my mind
delete your body-smell that lingers
be purified sort of a kind
from your curious tongue and naughty fingers

only your words and what they ment
to drag along my ball and chain
“sorry love, love I don’t comprehent
but you can love me if you may”.


Αφιερωμένο στη Δέσποινα...

Tuesday, April 3, 2007

Η γάτα σκεπάζει τα...

Δεν το κατάλαβα όταν το είπες
γιατί ήμουν μικρός.
Τώρα που είμαι μεγάλος κι ανώνυμος
το κάνω σημαία.

"Φοβού αυτούς
που θέλουν να κάνουν όνομα
κι αυτούς
που θέλουν να το διατηρήσουν".

Sunday, April 1, 2007

Επίσκεψη

Ο κουφός κι η μεθυσμένη


Ήρθες στη γέφυρα προχτές
βράδυ αόρατης σελήνης
λες και δε χόρτασες ποτέ
τη μαύρη νύχτα σου να πίνεις

την πόρτα έκλεισες σιγά
το Θεό να μην ξυπνήσεις
είχες μπουκάλι συντροφιά
λάστιχο στις αναμνήσεις

το μάτι έριξες θολό
στων αστεριών το βλέμμα
σοφίτας στέγη τ’ απλωτό
σταυρού του νότου στέμμα

τα πόδια στύλωσες σιμά
το χέρι στο περβάζι
σούφυγε ξώφαλτση βρισιά
που ο νους μου ούτε βάζει

το σφάλμα σαν κατάλαβες
πριν σκέψη ανατείλει
το χέρι σου μου άπλωσες
πλησίασες τα χείλη

αγέρι φύσηξε ζεστό
σαν ψίθυρος ερήμου
της άφεσης το “σχώρα με”
στο κακό δεξί αυτί μου

φοίνικας έγινες γερτός
σ’ αμμούδα διψασμένη
τα φρούτα έκοψε αυτός
τη νύχτα που σε περιμένει

δυο μέρες τώρα πέρασαν
που περπατάς στα ίσια
μα ξέρω πάλι θα σε δω
σε σκοτεινά μεθύσια.

Thursday, March 29, 2007

Αγοράκι μου μικρό

Μικρό αγόρι
αν ήρθε η ώρα σου να κλάψεις
φταίχτη
για τη λύπη σου μην ψάξεις
τα δάκρυα που μοίραζες
χωρίς ίσως να ξέρεις
γυρίσανε στον κύρη τους
να του δείξουν
τι σημαίνει να υποφέρεις
τώρα που μόνος έμεινες
και σου λείπει αυτό το κάτι
τώρα φτωχό μου αγόρι
έμαθες τι θα πει αγάπη?

Tuesday, March 27, 2007

Σονέτο Νο. 18

Του Βασίλη Σαιξπήρου απ’ τη ματιά του Πάρη Αντωνίου.


Να σε συγκρίνω με μέρα καλοκαιρινή?
είσαι πιο ήπια, πιο απολαυστική

άτακτοι καιροί ριγούν τους ανθούς του Μάη
κι η δόξα του καλοκαιριού σε λίγο πάει…

πότε-πότε, ζέστη καυτή απ’ τον ήλιο φτάνει
κι ακόμη πιο συχνά τη χρυσή του όψη χάνει

κι από ξανθός σε ξανθός αλλάζει επίσης
τυχαία ή απ’ τις αυθόρμητες βουλές της φύσης

μα το ατέλειωτο καλοκαίρι σου, τον μαρασμό δεν πίνει
ούτε θα χάσεις το λαμπρό που έχεις
μηδέ στου θανάτου την καυχησιά και τη σκιά θα πέσεις
σαν διανύεις τις αιώνιες γραμμές του χρόνου
όσο οι άντρες αναπνέουν κι όσο τα μάτια βλέπουν
τόσο το καλοκαίρι ζει και ζωή σε σένα δίνει.

Sonnet 18
By William Shakespeare

Shall I compare thee to a summer’s day?
Thou art more lovely and more temperate
Rough winds do shake the darling buds of May
And summer’s lease hath all too short a date
Sometime too hot the eye of heaven shines
And often in his gold complexion dimm’d
And every fair from fair sometime declines
By chance or nature’s changing course untrimm’d
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possesion of that fair thou owest
Nor shall death brag thou wander’st in his shade
When in eternal lines to time thou growest
So long as men can breath or eyes can see
So long lives this and this gives life to thee



Monday, March 26, 2007

Βιασύνη

Μην ακούς τι λέω
μη διαβάζεις τι γράφω
την αλήθεια…
μόνο στα μάτια μου θα τη δεις

Saturday, March 24, 2007

Όνειρο

Τράβηξες το μαντήλι απ’ το πρόσωπό της
για να δεις εκείνη
εκείνη που σκάλιζες τα βράδια στο κοράκι
εκείνη που σεργιάνιζε στα κύματα
πίσω απ’ τα βρεμένα μάτια σου
μα τα σεντόνια της μπλεγμένος
είδες τη Φατμέ
να χαμογελάει μ’ ευχαρίστηση
που θα χόρταινε και σήμερα

Πας να γαντζωθείς
μα οι τοίχοι γλιστράνε
φωνάζεις για σχοινί
μα στ’ αυτιά σου φτάνει
το κρώξιμο του βάτραχου
και το λαμπρό στεφάνι εκεί ψηλά
λίγο για να σ’ ευχαριστήσει.

Το φτερό πλησιάζει γρήγορα
κι εσύ…
ανήμπορος ν’ αντιδράσεις
αχ..! ποτέ δεν ήθελες τόσο
νάσ’ εν’ άσπρο μικρό γλαρόνι
να φτερουγίσεις
να πετάξεις ψηλά.
Μα η αρμύρα της θάλασσας γύρω σου
είν’ ο ιδρώτας του κορμιού σου
και τα δόντια του καρχαρία
το χέρι του σκάπουλου στο πόδι σου.

Wednesday, March 21, 2007

Οϊμένα..!


Τη μέρα που θα στερέψει ο ουρανός
κι η θάλασσα γίνει πέτρα
τη μέρα που θα πάψει ο αέρας
κι εξατμιστεί η ατμόσφαιρα
τη μέρα που η σελήνη θα μείνει μισή
κι έχουμε βγει απ’ την τροχιά
θα σου πω το σ’ αγαπώ.

Την εποχή που η Άνοιξη θα λείψει
την εποχή που θα σιγήσουν τα πουλιά
την εποχή που θα πεθάνουν οι θεοί
θα σε πάρω στην αγκαλιά μου.

Την ώρα που θα μαυρίζει ο ορίζοντας
την ώρα που θα σβήνουν τα ηφαίστεια
θα σπείρουμε το αύριο.

Monday, March 19, 2007

Μπούμερανγκ

Πρώτη μέρα στο καινούριο ταξίδι
και νιώθω το βάρος των βημάτων

υπήρξαν καιροί που έπαιρνα συχνά τούτο το δρόμο
που μοίραζα τελείες
και σ’ άφηνα με τ’ ανολοκλήρωτο να καίει

τώρα όμως είναι πάνω μου δεμένο ένα σχοινί
που μ’ αναγκάζει να σέρνομαι στα χνάρια σου

ανάξιος μαθητής εκείνων που δασκάλευα
έρημος αποτιμητής μιας καινής ζωής
αυτομαζεύομαι διακριτικά
απ’ το αντίο που απρόσμενα μου χάρισες.

Thursday, March 15, 2007

Hesitation

Unable to think
I look around and see joining rings of her
one tape here one letter there
a red “I love you” heart shaped pillow
what’s in my mind for her
gush! I don’t know

Singing with the sirens on our lonely island
seeking my hand before the deepest ravine
what’s already done may not be so important
but those yet to come I’m afraid to imagine

Sometimes I say nothing is true
persuading my self I’m only dreaming
but when my moods are blue
it’s beside her that I’m leaning

Two faces in me are more than enough
days are generous but nights are rough
when the longing sleep fails to show up
to take me to the land of forget
to places where solutions I don’t need to have.

Tuesday, March 13, 2007

Τώρα που είμαι μόνος που έχω τις κακές μου
που δεν είναι μόνο μια μέρα αλλά κορδόνι από δαύτες
που μισώ τον κόσμο και θέλω να του βάλω φωτιά
να ποτίσω το λουλούδι της στάχτης με δικό μου νερό
πέτρα στον ώμο άβολη στ' αυτί μου ψιθυρίζει.

΅Είσαι μικρός είσαι στενός στο άπειρο κουκίδα
του θεμιτού τ' αντίσκηνο το πήρε ο αέρας
ο πόνος μόνος άρχοντας τους δρόμους σχεδιάζει
στη θάλασσα πνιγήκανε ελπίδες και φεγγάρια
σε χώμα άγονο σκληρό το μέλλον ρίχνει σπόρο
η θύμηση του πρότερου αμυγδαλιά καμένη
ήλιος τραχύς τα βέλη του δουλεύει με μανία
νερό γλυφό και βρώμικο καίει της ψυχής το σπίτι
ξινή βροχή ξεθώριασε τους Πόντους των ματιών σου
το απλωμένο χέρι της γέφυρα σακατεμένη
και η καρδιά σου όμηρος γι' ανταλλαγή αιχμαλώτων.΅

Την ακούω την πέτρα καθώς περπατάω λυγισμένος
καθώς η επαφή της με πληγιάζει
καθώς η σκόνη της μπερδεύεται με τον ιδρώτα
και την πιστεύω.
Βγάζω απ' την τσέπη τα σπίρτα
μα με το ένα χέρι δε μπορώ ν' ανάψω.
Αυτή που διάβασε τη σκέψη μου
που φοβήθηκε μη την ξεφορτωθώ για να κάνω τη δουλειά
μη μείνει μόνη χωρίς να με διαφεντεύει
μη μου μοιάσει
φρόντισε ν' αλλάξει τροπάρι.

΅Πούπουλο το βήμα σου σε κάμπο μυρωδάτο
κληματαριά ανθοσκέπαστη σα θες να ξαποστάσεις
νάμα πηγής, ζεστό ψωμί προσμένουν στο τραπέζι
ουρί, σειρήνες εύμορφες τις νότες ζωντανεύουν
καράβι καλοτάξιδο στον κόσμο σε γυρίζει
πριγκιπικές οι φορεσιές στο ερμάρι κρεμασμένες
λαός απλός και προεστοί σου κάμουν τεμενάδες
με σεβασμό προσφέρουνε ετήσια Δεκάτη
την κόρη την πεντάμορφη σου τάζουνε για νύφη
τη ρότα σου χαράζουνε σε μάρμαρο της Πάρου
και άγαλμα σου στήνουνε στο λόφο των ηρώων.΅

Sunday, March 11, 2007

Έκσταση

How can I find the words
to turn this moment to shape
to coulour these feelings of mine
now, in the calmness we are,
reading to me your little poems
after the love we' ve had.

How can I forget
the easiness of our moves
the body and soul touch

And now, beside each other
the dream continues
relaxed next to my darling
I hope she feels the same.

My thoughts ask you to go on
and if you ask me anything
my answer will last with the day-break.

What can you see in my eyes
now that you look at me?
What makes you so beatutiful
so dreamy so glassy
wrapped in the heat of my glances?

I guess I know what you ment
when you hesitated to tell me "I love you"
the first time you tried to.
Now I see it on my own.

I love you...

Wednesday, March 7, 2007

Το δάκρυ.

Κάποτε ήμουν η πεμπτουσία της ύπαρξης. Η φύση αυτοπροσώπως. Το αλατόνερο της ζωής. Είχα μέσα μου τη συμπαντική γνώση. Τη γένεση εκ του μηδενός. Από τα πρώτα άτομα ηλίου και υδρογόνου. Την αυθύπαρκτη πορεία τους στη ρότα της δημιουργίας και τις συνθέσεις τους στον πλούτο των σημερινών υλικών. Πήρε καιρό, χρειάστηκαν ζυμώσεις αλλά φύση και ζωή προερχόμαστε από κει. Τράπεζες πληροφοριών, λίστες οδηγιών, αλυσίδες DNA, ξεδιπλώθηκαν να την υποστηρίξουν. Μάγμα να την κρατά ζεστή και νερό να την ξεδιψά. Κάθε καινούριο παρόν η κορυφή της εξέλιξης, κάθε Nova μικρογραφία της κυκλικής διαδικασίας. Χωρίς αρχή δεν υπάρχει τέλος, χωρίς άφιξη δεν υφίσταται αναχώρηση, χωρίς θάνατο δε νοείται ζωή.
Κουρνιασμένος στη θέση μου περίμενα να εκπληρώσω την αποστολή μου. Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τον πολιτισμό ούτε είχα σαφή εντύπωση για το ίδιο μου το εγώ. Η κατοπινή μου γνώση με ώθησε κάπως αυθαίρετα να συστήνομαι σε αρσενικό πρόσωπο. Η άλλη όψη όμως του νομίσματος της γνώσης είναι η φιλαυτία, ο εγωισμός, ο εγωκεντρισμός και πάει λέγοντας. Μόνο η σοφία ισορροπεί τη ζυγαριά. Η αόρατη ενέργεια, η σιωπηλή ομιλία, η αποκωδικοποίηση του βλέμματος.
Αυτά που διηγούμαι τα ήξερα και τότε. Μόνο που δεν τα συνειδητοποιούσα. Ούτε μπορούσα να τα εκμεταλλευτώ. Με κρατούσαν ήρεμο ανησυχιών να περιμένω τη σειρά μου. Ήμουν ό,τι σπανιότερο υπήρχε στην πλάση. Το δάκρυ της λύτρωσης.
Χαυνωμένος στη νιρβάνα της αναμονής έφερνα ακανόνιστες μικρομετρικές κινήσεις. Εφαπτόμουν με άλλα δάκρυα κι ένιωθα τη ζεστασιά της παρέας στο περιβάλλον. Κάθε επαφή σήμαινε ανταλλαγή πληροφοριών. Τίποτε δεν μου ακουγόταν άγνωστο μα και τίποτα δε μπορούσα να εξηγήσω. Ούτε είχα επιθυμία ν' αναλύω πράγματα. Ο καιρός δεν περνούσε μα δεν ήταν και στάσιμος. Βαθιά μόνο στη σκέψη μου αχνοφαινόταν η διαγεγραμμένη μου πορεία κι ο σκοπός της κατασκευής μου. Η επιτέλεση του έργου μου υπολειπόταν της αφορμής.
Στο υποτιθέμενο κρεβάτι του πόνου που ξαπλώνω τώρα, σ' αυτό που δεν με παίρνει ο ύπνος όταν κλείνω τα μάτια, που πρέπει να πιώ τα ηρεμηστικά των ανθρώπων για να συνεχίσω να ζω, έπεσα μετά από εκείνη τη λανθασμένη εντολή. Την οδηγία που με ώθησε να βγω απ' το δακρυγόνο αδένα και να πάρω την κατηφόρα που τελικά δεν κύλησα. Την αναίρεση της εντολής όταν ήταν πια πολύ αργά. Την ώρα που τεράστιος και καυτός ξεμύτιζα απ' τα βλέφαρα υλοποιώντας το πεπρωμένο μου. Τη στιγμή που μια πνοή δροσιάς μ' ανατρίχιασε και πέρασε μέσα μου το θαύμα της φύσης στη Γη.
Κυριευμένος από δύο αντίθετα συναισθήματα, αυτό της μαγείας για τον κόσμο που γνώρισα και του καθήκοντος να γυρίσω πίσω, έκανα τόπο στο δάκρυ της αναπόλησης και χώθηκα πάλι μέσα. Χωρίς ν' αλλάξει στο παραμικρό, ο αδένας δεν ήταν πια ίδιος. Αντί σαν το σπίτι μου ένιωσα φυλακισμένος. Τι γύρευα εγώ μέσα σ' αυτό το σκοτεινό και στριμωγμένο μέρος; ; Άλλο να πληροφορείσαι για το φως απ' τα κιτάπια σου κι άλλο να έρχεσαι σ' επαφή μαζί του. Κανονικά θα έπρεπε να στάξω στο χώμα. Να με ρουφήξει η ρίζα του διψασμένου δέντρου. Να γίνω κλαράκι που έστησε πάνω μου φωλιά τ' αηδόνι. Κι όταν με το καλό πάρουν τα πριόνια τους και με κόψουν, να γίνω στρώμα που πάνω του αγαπιέται το ερωτευμένο ζευγάρι.
Μέχρι που είδα την αλήθεια δεν ήξερα τι θα πει χρόνος. Την αυθαίρετη γραμμική ένοια που μόνο δεινά επιφυλάσσει στους αποκλεισμένους. Που υποχρεώνει τη δυσβάσταχτη στιγμή να κρατήσει μια αιωνιότητα. Που κάνει τη γλύκα του αναπάντεχου πυρωμένο σίδερο στο κορμί. Που για να κρατήσεις τη γεύση του στη γλώσσα, το διαστρεβλώνει, του δίνει θεϊκή υπόσταση, το μεταμορφώνει σε δισκοπότηρο βασιλικής γενιάς.
Μα το χειρότερο απ' όλα, η φωτιά που με σιγοκαίει, το κρύο που με μουδιάζει, ο προάγγελος πάντων των κακών, είναι ο συνδυασμός της γνώσης με την σκέψη. Η σοφή δημιουργία φρόντισε να κρατήσει τις ισορροπίες. Όσο ο οργανισμός εξελίσσεται κι επικοινωνεί με το περιβάλλον, τόσο του αφαιρεί τη γνώση. Του δίνει τη φαντασία συντροφιά της σκέψης βοηθώντας τον ν' ανακαλύψει τα πάντα απ' την αρχή. Κάθε ολοκλήρωση του κύκλου κάνει τον κόσμο καλύτερο, κάθε καινούριο ξεκίνημα βήματα προς την τελειότητα.
Εγώ όμως με τα χέρια τεντωμένα δέσμια των σχοινιών του Προκρούστη, σάτιρα και ειρωνία της πραγματικότητάς μου, παίζω μονά-ζυγά, μετράω τα κύματα στην αμμουδιά και καπνίζω, περιμένοντας τον Κύρη μου να λυτρωθεί.

Tuesday, March 6, 2007

Orpheus wanna-be

Tiny oh! tiny mine
my sweet and sour adolent vine

my coming ripe and juicy grape
my song I listen to the tape

my heart and soul my golden key
my sun my moon my deepest sea

my life and death my open book
my shinning light I dare to look

my groovy feeling when I dance
my first and last winning chance

my endless dream my fairy-tail
my gentle breeze to lead my sail

my path to climb the highest peak
my med to take when I go sick

my childhood gift my waterbreak
my little one that none can take

my past my present my future time
tiny oh! tiny mine..!

Monday, March 5, 2007

Μάζωμα τ' ανέμου

Σκόνη σκέπασε την πλώρη
αλατισμένος ο καιρός
τ' ονείρου τ' άσχημου η κόρη
χορεύει στης γραμμής το φως.
Μάζωμα τ' ανέμου

Γλάροι λευκοί τη συνοδεύουν
καθώς λυγάει το κορμί
τ' αραχνοϋφαντα της παίρνουν
στα όρτσα στήνουν το πανί.
Μα δεν φυσάει.
Μάζωμα τ' ανέμου.

Ουλή στιλπνή στο σκούρο δέρμα
στο στήθος έξω αριστερά
ορκίστηκε να βάλει τέρμα
κολύμπι στα βαθιά νερά.
Μα δεν το κράτησε.¨
"Ό.τι κι αν θέλεις ζήτησέ μου
μονάχα μη με κάνεις Θε μου
μάζωμα τ' ανέμου."

Μοίρα καλή σαν τον ακούει
αύτανδρο στέλνει το σκαρί
αλλά του Κόλπου το ποτάμι
το παρασέρνει εδώ κι εκεί
μάζωμα τ' ανέμου.

Κι ούτε μια πλάκα, μήδ' επιγραφή.
Μάζωμα τ' ανέμου.

Sunday, March 4, 2007

Φόνος

Σελήνη λευκή - παράθυρο κορνίζα
αύρα νυχτερινή - ονειροπαγίδα

σκιών ζωντάνεμα, αυλικός χορός
λιανό φυσάει κερένιο φως

μαχαίρι ατσάλινο - δαμόκλεια σπάθη
χέρι γάντι, από τα ύψη στα βάθη

κρεβάτι έπιπλό - Ινδίας ξύλο
σεντόνι σκέπασμα - μετάξι Σινικό
κορμί σε ύπνο - της Εύας μήλο
ανάσα γάργαρη - θανατικό

dokimi

Καλώσμε