Saturday, September 29, 2007

E250

Η αγάπη λήγει κάθε πριν ξημερώσει
τρέμει από την κρύα ώρα
ακροβατεί στην επιβεβαίωση

η αγάπη λιωμένο σεντόνι
γλιστράει ο πόθος
δροσοσταλιά στο ροζ λουλούδι

η αγάπη μάτι μισάνοικτο
καρτερικά προσμένει
τα λυγισμένα χείλη

η αγάπη νύστα τεχνητή
λευκή σημαία
σε όνειρα εκκρεμή

η αγάπη κλάμα μωρού
στη σκοτεινή απουσία
της μητρικής θηλής

η αγάπη θάλασσα
πλατιά, βαθιά
πεπερασμένα ατελείωτη (τελεία)

Tuesday, September 25, 2007

Μαρία.

Η πυκνή σκόνη κι ο καπνός που άξαφνα κάλυψαν τα πάντα μ’ έστειλαν δυο μήνες πίσω. Σαν η πρωινή ομίχλη να καθάρισε κι αποκαλύφθηκε η γαλαζοπράσινη ατόλη που είχαμε αγκυροβολήσει το μικρό μας καράβι.
Τότε πίστευα πως εκείνες ήταν οι τελευταίες μας διακοπές μαζί. Είχα κάνει πέτρα την καρδιά και παρασύρθηκα στην επιθυμία της να ταξιδέψουμε τον Ειρηνικό.
Παραδόξως, η κρουαζιέρα δεν εξελίχθηκε καθόλου σε αυτό που περίμενα. Τις πρώτες μέρες μ’ άφηνε στην ησυχία μου λιάζοντας αμίλητη το κορμί της δίπλα μου, ενώ το αεράκι της θαλαμηγού της χάριζε ανάλαφρα ρίγη.
Εγώ, με το μολύβι ανά χείρας και το τετράδιο να ξεκουράζεται στα πόδια μου, είχα αφεθεί στην ασφάλεια που μου χάριζαν τα σκούρα γυαλιά, να κατασκοπεύω τις χαλαρές της κινήσεις καθώς γύριζε το σώμα της στον ήλιο απορροφημένη απ’ το βιβλίο που ξεφύλλιζε.
Τις ώρες του φαγητού μ’ αιφνιδίαζε με ανάλαφρες συζητήσεις επί παντός επιστητού, λες και η γκρινιάρα και ζηλιάρα Μαρία που ήξερα τα δυο τελευταία χρόνια, ήταν κατασκεύασμα της νοσηρής μου φαντασίας.
Τα βράδια χανόταν στην καμπίνα της αφήνοντάς με στην ησυχία μου, βάζοντας σκόπιμα τη μουσική που τη βοήθαγε να κοιμηθεί, ξεκαθαρίζοντάς μου έμμεσα πως ξάπλωνε μόνη.
Μόνο όταν άρχισαν να σπάνε οι αντιστάσεις μου πήρε την πρωτοβουλία. Όταν άρχισα να ξεγίνομαι το σκυλί που προσπαθούσε τόσο καιρό να με κάνει. Να τυλίξει το σκοινί στο λαιμό μου και να με σέρνει γύρω. Να μ’ έχει στο σκοτάδι να ψηλαφίζω με ασθενικό φακό, το μαχαίρι που θα έκοβε τα δεσμά μου. Να στέκομαι στ’ αμπαρωμένο κελί με το σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, ψάχνοντας μάταια για σπίρτα.
Όσο ήμουν ο άσημος συγγραφίσκος που την παρέσερνε με τα παραμύθια που έγραφε περνάγαμε καλά. Παραλίγο να ξεχάσω κι ο ίδιος πως την παντρεύτηκα για το χρήμα που διέθετε. Οι σπάνιες και ρητορικές αναφορές μου να συνεισφέρω οικονομικά βρίσκοντας μιαν οιανδήποτε δουλειά, έσπαγαν στο συμπαγή κυματοθραύστη των ονείρων της, να γίνει η σύζυγος ενός bestsellerά.
Όταν όμως με χίλια βάσανα και κόπους, με χιλιάδες σελίδες πεταμένες στα σκουπίδια κατάφερα να γίνω, η συμπεριφορά της άλλαξε ριζικά. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι απ’ την πέμπτη έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, μου πέρασε το λουρί.
Τσακωνόταν με όποια γυναίκα με πλησίαζε κι άλλαζε το γυναικείο υπηρετικό προσωπικό με συχνότητα που δεν πέρναγε το μήνα. Εκεί που νόμιζα πως επιτέλους η σκάλα της επιτυχίας ήταν ελεύθερη να την ανέβω, έκανε τ’ αδύνατα δυνατά να μου κόψει την έμπνευση. Μπουκάριζε στο γραφείο μου πότε σέρνοντας την καμαριέρα για ξεσκόνισμα, πότε να με πρήζει με την αναποφασιστικότητά της τι θα φάμε σήμερα και πότε να στήνει αναδρομικές σκηνές, ότι στη χτεσινή δεξίωση σαλιάριζα με τη γυναίκα του διπλανού τραπεζιού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κλειστώ στον εαυτό μου. Σταμάτησα να μιλάω, σταμάτησα να την πηδάω, σταμάτησα γενικά. Έπαιρνα τα λεωφορεία κι έφερνα βόλτα τις γειτονιές του Τελ Αβίβ σα να ήμουν τουρίστας. Έμπαινα στα πολυκαταστήματα και στεκόμουν στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, αφήνοντας τη μυρωδιά της κανέλλας να με ταξιδεύει σε άγνωστους κόσμους. Σαν έσωνα να γυρίσω σπίτι, έκανε σαν υστερική. Έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της, κραυγάζοντας πως θα ξεματιάσει τις καριόλες που πήγαινα μαζί τους.
Δύο μέρες πριν μου προτείνει την κρουαζιέρα προσπάθησε να κόψει τις φλέβες της. Με περίμενε όρθια στο σαλόνι με το ξυράφι ακουμπισμένο απειλητικά στον καρπό. Αν δεν της έλεγα με ποια ήμουν προηγουμένως θα μας έγραφαν τα πρωτοσέλιδα.
Σε μια ξαφνική έκρηξη του δίκιου που μ’ έπνιγε, την πλησίασα σαν αστραπή και την άρπαξα απ’ το μαλλί. Τη γύρισα απότομα να βλέπω πλάτη και την ανάγκασα να γείρει στο κεφαλάρι του καναπέ. Όσο της ξέσκιζα τα ρούχα, της είπα πως θα της αποδείξω αμέσως ποια ήταν η τελευταία γυναίκα με την οποία πήγα.
Όταν έσωσε να μαζέψει τα κουρέλια της, στάθηκε στην πόρτα κοιτάζοντας με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα, αναζητώντας σιωπηλά την αλήθεια στα μάτια μου. Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της χωρίς κουβέντα και δε μου ξαναμίλησε μέχρι να θίξει το ταξίδι με το γιοτ.
Θες η συμπεριφορά της στη διάρκεια του ταξιδιού, θες η ομορφιά του τροπικού τοπίου, άφησα επιτέλους τον εαυτό μου να της χαμογελάσει. Το ίδιο βράδυ σύρθηκε στα σεντόνια μου και το επόμενο πρωί δήλωσε πως ξαναβρήκε το χαμένο της Μεναχέμ, ζητώντας μου ειλικρινά συγγνώμη που δεν κατάφερε να διαχειριστεί τη συγγραφική μου επιτυχία.
Τώρα όμως, το καυτό πλακάκι απ’ το μεσημεριανό ήλιο, μοιάζει κρύο στην παλάμη. Ξαπλωμένος στο απέναντι πεζοδρόμιο, πεταμένος άτσαλα απ’ το ωστικό κύμα της έκρηξης, περιμένω τη σκόνη να κατακάτσει. Να σβήσω απ’ τη μνήμη μου τη γλώσσα φωτιάς που την αγκάλιασε καθώς πετάχτηκε απ’ τον κάδο δίπλα της. Να τη δω να με χαιρετάει χαμογελαστή, μπροστά απ’ το αγαπημένο της cafe με τις βουκαμβίλιες.

Sunday, September 16, 2007

Rising feeling.

Don’t know if I’m right or wrong
every night ends to a dawn
the sun is shinning

fiddlers tunning on the streets
earth is far below my freet
guess I’m flying

eye-lashes round the core
like a child I ask for more
your beaming glances

blood is boiling in my veins
angel with a thousand names
unveil your secrets

heart-beat in a brand new pace
I surrender to the grace
of the rising feeling.

Tuesday, September 4, 2007

Αν γινόταν να ξαναζήσω

Το παρόν το έγραψε μια γυναίκα αφού έμαθε πως θα μας άφηνε από καρκίνο.
Τώρα πια δεν είναι μαζί μας.


Όταν αρρώσταινα θα έπεφτα στο κρεβάτι αντί να υποκρινόμουν πως η Γη θα σταματούσε να γυρίζει εάν εγώ δεν έλεγχα τα πράματα.
Θα άναβα το ροζ σκαλιστό κερί αντί να το αφήσω να λιώσει στη βιτρίνα.
Θα μίλαγα λιγότερο και θ’ άκουγα περισσότερο.
Θα καλούσα φίλους σε δείπνο έστω κι αν ήταν το χαλί λερωμένο κι ο καναπές ξεφτισμένος.
Θα έτρωγα το ποπ-κορν στο καλό σαλόνι και θ’ αδιαφορούσα για τη στάχτη όταν ένας φίλος πρότεινε ν΄ ανάψουμε το τζάκι.
Θα είχα την υπομονή ν’ ακούσω τις ιστορίες του παππού για τα ένδοξα νιάτα του.
Θα ζητούσα απ’ τον άντρα μου να μοιραστούμε περισσότερες απ’ τις ευθύνες που τον βάραιναν.
Δε θα ζητούσα ποτέ να σηκώσουν το παράθυρο του αυτοκινήτου επειδή ο αέρας θα μου χάλαγε το φρεσκοχτενισμένο μαλλί.
Θα ξάπλωνα στο γρασίδι κι ας λερωνόταν τα ρούχα μου.
Θα έκλαιγα και θα γέλαγα λιγότερο βλέποντας τηλεόραση και περισσότερο βλέποντας τη ζωή.
Δε θα αγόραζα τίποτα για την πρακτικότητά του είτε επειδή ήταν εγγυημένο για μια ζωή.
Αντί ν’ απεύχομαι τους εννέα μήνες εγκυμοσύνης θα χαιρόμουν την κάθε στιγμή και θα συνειδητοποιούσα πως η ζωή που μεγάλωνε μέσα μου ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να βοηθήσω το Θεό σε ένα θαύμα.Όταν τα παιδιά μου με φιλούσαν επίμονα δεν θα έλεγα ποτέ: “Αργότερα, πηγαίνετε τώρα να πλυθείτε για το φαγητό”.
Θα έλεγα περισσότερα “Σ’ αγαπώ” και “Λυπάμαι”.
Μα κυρίως, αν είχα μια ακόμη ευκαιρία να ζήσω, θα κρατούσα κάθε λεπτό, θα το κοιτούσα συνειδητά και δεν θα το επέστρεφα ποτέ.
Μην αναλώνεστε στις λεπτομέρειες.
Μη στεναχωριέστε για το ποιος σας μισεί, ποιος κατέχει περισσότερα ή ποιος κάνει τι. Ας χαρούμε τις σχέσεις μας με αυτούς που μας αγαπούν αληθινά.
Ας συνειδητοποιήσουμε τα δώρα που μας προίκισε ο Θεός και τι θα κάνουμε κάθε μέρα για να καλυτερέψουμε τους εαυτούς μας πνευματικά, σωματικά και συναισθηματικά.
Εύχομαι να έχετε μια ευλογημένη ημέρα.

Erma Bombeck.

Saturday, September 1, 2007

Μια όψη του πορτοκαλί.

Κάηκες ποτέ?
Πετάχτηκαν δυο σταγόνες λάδι απ’ το τηγάνι να σου τσουρουφλίσουν το χέρι?
Η φουσκάλα απ’ τ’ αναμμένο κάρβουνο στη νυχτερινή φωτιά της παραλίας σε πόνεσε ?
Φαντάσου τότε φλόγες να σου τυλίγουν το κορμί.
Να σου πω κάτι?
Την ώρα που καίγεσαι δεν πονάς. Πίστεψέ με.
Ο πόνος έχει έρθει πολύ πριν.
Μα κυρίως ο τρόμος.
Όταν είσαι κυκλωμένος απ’ τις φλόγες.
Η ειρωνεία του παγωμένου ιδρώτα. Η απελπισμένη τρελή ματιά.
Όταν τις βλέπεις να πλησιάζουν με το αδηφάγο στόμα ανοιχτό.
Όταν σφίγγεις τα παιδιά σου στην αγκαλιά και βάζεις πλάτη στη φωτιά.
Τότε που ανήμπορος να κάνεις κάτι θυμάσαι να προσευχηθείς.
Να κλάψεις ακούσια.
Την ώρα που ό,τι Θεϊκό σε χαρακτηρίζει εξατμίζεται πρώτο.
Την ώρα που μετατρέπεσαι σε ελαφάκι που το ξεμονάχιασε ο λύκος.
Την ώρα που χάνεις κάθε ανθρώπινο και νιώθεις γυμνός, απροστάτευτος.
Την ώρα που καταντάς ανήμπορο θύμα.
Ένιωσες έτσι ποτέ?