Tuesday, September 25, 2007

Μαρία.

Η πυκνή σκόνη κι ο καπνός που άξαφνα κάλυψαν τα πάντα μ’ έστειλαν δυο μήνες πίσω. Σαν η πρωινή ομίχλη να καθάρισε κι αποκαλύφθηκε η γαλαζοπράσινη ατόλη που είχαμε αγκυροβολήσει το μικρό μας καράβι.
Τότε πίστευα πως εκείνες ήταν οι τελευταίες μας διακοπές μαζί. Είχα κάνει πέτρα την καρδιά και παρασύρθηκα στην επιθυμία της να ταξιδέψουμε τον Ειρηνικό.
Παραδόξως, η κρουαζιέρα δεν εξελίχθηκε καθόλου σε αυτό που περίμενα. Τις πρώτες μέρες μ’ άφηνε στην ησυχία μου λιάζοντας αμίλητη το κορμί της δίπλα μου, ενώ το αεράκι της θαλαμηγού της χάριζε ανάλαφρα ρίγη.
Εγώ, με το μολύβι ανά χείρας και το τετράδιο να ξεκουράζεται στα πόδια μου, είχα αφεθεί στην ασφάλεια που μου χάριζαν τα σκούρα γυαλιά, να κατασκοπεύω τις χαλαρές της κινήσεις καθώς γύριζε το σώμα της στον ήλιο απορροφημένη απ’ το βιβλίο που ξεφύλλιζε.
Τις ώρες του φαγητού μ’ αιφνιδίαζε με ανάλαφρες συζητήσεις επί παντός επιστητού, λες και η γκρινιάρα και ζηλιάρα Μαρία που ήξερα τα δυο τελευταία χρόνια, ήταν κατασκεύασμα της νοσηρής μου φαντασίας.
Τα βράδια χανόταν στην καμπίνα της αφήνοντάς με στην ησυχία μου, βάζοντας σκόπιμα τη μουσική που τη βοήθαγε να κοιμηθεί, ξεκαθαρίζοντάς μου έμμεσα πως ξάπλωνε μόνη.
Μόνο όταν άρχισαν να σπάνε οι αντιστάσεις μου πήρε την πρωτοβουλία. Όταν άρχισα να ξεγίνομαι το σκυλί που προσπαθούσε τόσο καιρό να με κάνει. Να τυλίξει το σκοινί στο λαιμό μου και να με σέρνει γύρω. Να μ’ έχει στο σκοτάδι να ψηλαφίζω με ασθενικό φακό, το μαχαίρι που θα έκοβε τα δεσμά μου. Να στέκομαι στ’ αμπαρωμένο κελί με το σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, ψάχνοντας μάταια για σπίρτα.
Όσο ήμουν ο άσημος συγγραφίσκος που την παρέσερνε με τα παραμύθια που έγραφε περνάγαμε καλά. Παραλίγο να ξεχάσω κι ο ίδιος πως την παντρεύτηκα για το χρήμα που διέθετε. Οι σπάνιες και ρητορικές αναφορές μου να συνεισφέρω οικονομικά βρίσκοντας μιαν οιανδήποτε δουλειά, έσπαγαν στο συμπαγή κυματοθραύστη των ονείρων της, να γίνει η σύζυγος ενός bestsellerά.
Όταν όμως με χίλια βάσανα και κόπους, με χιλιάδες σελίδες πεταμένες στα σκουπίδια κατάφερα να γίνω, η συμπεριφορά της άλλαξε ριζικά. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι απ’ την πέμπτη έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, μου πέρασε το λουρί.
Τσακωνόταν με όποια γυναίκα με πλησίαζε κι άλλαζε το γυναικείο υπηρετικό προσωπικό με συχνότητα που δεν πέρναγε το μήνα. Εκεί που νόμιζα πως επιτέλους η σκάλα της επιτυχίας ήταν ελεύθερη να την ανέβω, έκανε τ’ αδύνατα δυνατά να μου κόψει την έμπνευση. Μπουκάριζε στο γραφείο μου πότε σέρνοντας την καμαριέρα για ξεσκόνισμα, πότε να με πρήζει με την αναποφασιστικότητά της τι θα φάμε σήμερα και πότε να στήνει αναδρομικές σκηνές, ότι στη χτεσινή δεξίωση σαλιάριζα με τη γυναίκα του διπλανού τραπεζιού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κλειστώ στον εαυτό μου. Σταμάτησα να μιλάω, σταμάτησα να την πηδάω, σταμάτησα γενικά. Έπαιρνα τα λεωφορεία κι έφερνα βόλτα τις γειτονιές του Τελ Αβίβ σα να ήμουν τουρίστας. Έμπαινα στα πολυκαταστήματα και στεκόμουν στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, αφήνοντας τη μυρωδιά της κανέλλας να με ταξιδεύει σε άγνωστους κόσμους. Σαν έσωνα να γυρίσω σπίτι, έκανε σαν υστερική. Έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της, κραυγάζοντας πως θα ξεματιάσει τις καριόλες που πήγαινα μαζί τους.
Δύο μέρες πριν μου προτείνει την κρουαζιέρα προσπάθησε να κόψει τις φλέβες της. Με περίμενε όρθια στο σαλόνι με το ξυράφι ακουμπισμένο απειλητικά στον καρπό. Αν δεν της έλεγα με ποια ήμουν προηγουμένως θα μας έγραφαν τα πρωτοσέλιδα.
Σε μια ξαφνική έκρηξη του δίκιου που μ’ έπνιγε, την πλησίασα σαν αστραπή και την άρπαξα απ’ το μαλλί. Τη γύρισα απότομα να βλέπω πλάτη και την ανάγκασα να γείρει στο κεφαλάρι του καναπέ. Όσο της ξέσκιζα τα ρούχα, της είπα πως θα της αποδείξω αμέσως ποια ήταν η τελευταία γυναίκα με την οποία πήγα.
Όταν έσωσε να μαζέψει τα κουρέλια της, στάθηκε στην πόρτα κοιτάζοντας με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα, αναζητώντας σιωπηλά την αλήθεια στα μάτια μου. Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της χωρίς κουβέντα και δε μου ξαναμίλησε μέχρι να θίξει το ταξίδι με το γιοτ.
Θες η συμπεριφορά της στη διάρκεια του ταξιδιού, θες η ομορφιά του τροπικού τοπίου, άφησα επιτέλους τον εαυτό μου να της χαμογελάσει. Το ίδιο βράδυ σύρθηκε στα σεντόνια μου και το επόμενο πρωί δήλωσε πως ξαναβρήκε το χαμένο της Μεναχέμ, ζητώντας μου ειλικρινά συγγνώμη που δεν κατάφερε να διαχειριστεί τη συγγραφική μου επιτυχία.
Τώρα όμως, το καυτό πλακάκι απ’ το μεσημεριανό ήλιο, μοιάζει κρύο στην παλάμη. Ξαπλωμένος στο απέναντι πεζοδρόμιο, πεταμένος άτσαλα απ’ το ωστικό κύμα της έκρηξης, περιμένω τη σκόνη να κατακάτσει. Να σβήσω απ’ τη μνήμη μου τη γλώσσα φωτιάς που την αγκάλιασε καθώς πετάχτηκε απ’ τον κάδο δίπλα της. Να τη δω να με χαιρετάει χαμογελαστή, μπροστά απ’ το αγαπημένο της cafe με τις βουκαμβίλιες.

4 comments:

ψευδο-Lena said...

ωραίο αυτό Antoin!

πάρε κανένα τηλ. να τα πούμε απο κοντά....
bye bye!

kat. said...

τελικά οτι συμβαίνει "εν πλω", σε σημαδεύει μια ζωή!
και μην μου πεις όχι..

Antoin... said...

@Kat
Όχι βέβαια..!
Αν και δεν είναι κοινός τόπος,
προσωπικά παραδέχομαι πως το παρελθόν μου με καθορίζει. Γι' αυτό άλλωστε προσπαθώ να το αγαπήσω.

F said...

καλημέρα Antoin μου!
καθώς σε διαβάζω είναι σαν να σ' ακούω. Και μου έχει λείψει πολύ αυτό.
Φιλιά πολλά