Wednesday, June 27, 2007

Σκαλιστήρι.

Τις τελευταίες μέρες πηγαίνω στη δουλειά άυπνος από τη ζέστη.
Είμαι πτώμα, τα βλέφαρα βαραίνουν και ο ύπνος μ' επισκέπτεται το πολύ μισή ώρα.
Η φάση διαιωνίζεται ήδη τρεις μέρες.
Έτσι μου ήρθε κατακούτελα να σηκώσω δυο αποσπάσματα από ένα παλιότερό μου γραπτό.



Ήταν Δόκιμος Πλοίαρχος στο πρώτο καράβι που πάτησε το πόδι του για δουλειά. Τον «Κωνσταντίνο». Γκαζάδικο. Σαπίλα τουρμπινάτη. Έδεναν το πλοίο στο «Bandar-Homeini» της Περσίας, παραμονές του Ιρανό-Ιρακινού πολέμου. Τότε όμως δεν κούναγε φύλλο. Ήταν η κάλμα πριν την καταιγίδα.
Η ζέστη θανατερή. Ο ήλιος τους βάραγε στο δόξα πατρί. Το κεφάλι καζάνι που έβραζε. Στη σκιά και δεν άντεχες. Έτρεχες σαν τον τρελό δεξιά-αριστερά χωρίς λόγο. Παρακάλαγες θεούς και δαίμονες να σε λυτρώσουν απ’ το μαρτύριο.
Είχε το μπλουζάκι στερεωμένο στο κεφάλι με τα μανίκια πιασμένα κόμπο στο σβέρκο. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Τα μόνα του φορέματα ήταν εκείνα τα παλιοπάπουτσα με την τρύπα στην αριστερή σόλα, το jean σορτσάκι και τα εργατικά του γάντια.
Οι παλάμες και τα δάκτυλα είχαν βράσει μέσα στα γάντια και πότιζαν το βαμβακερό ύφασμα. Ήθελε να τα βγάλει. Δεν το έκανε όμως γιατί δεν είχε ακόμη αποτρελαθεί. Ο Γραμματικός, τον είχε βάλει να μαϊνάρει το συρματόσχοινο ασφαλείας απ’ τη δεξιά μάσκα.
Το πολυκαιρισμένο σύρμα όμως ήταν σάπιο κάτω απ’ το γράσο που το είχαν αλείψει και οι σπασμένες ατσάλινες σκλήθρες δεν φαίνονταν. Έδιναν όμως το παρόν καθώς γρατζούναγαν τη δερμάτινη επικάλυψη των γαντιών στην παλάμη την ώρα που το μαϊνάριζε.
Ο ουρανός πεντακάθαρος κι ο ήλιος ντάλα. Όταν βάρεσε st. by. και το τσούρμο τράβηξε πλώρα-πρύμα να δέσει το καράβι, το θερμόμετρο έδειχνε 52 βαθμούς υπό σκιάν. Η χειρότερη μέρα απ’ όταν έφτασαν. Τα σίδερα είχαν φουσκώσει, οι σκουριές είχαν σκάσει, τα γράσα είχαν γίνει λάδια κι έσταζαν από παντού. Μόνο οι ανθρώπινες μηχανές ψάρεψαν κουράγιο και φιλότιμο να συνεχίσουν τη δουλειά. Γιατί μόνο το κουράγιο και το φιλότιμο, μπορούσαν να δώσουν σπινθήρα στο καύσιμο της ανθρώπινης μηχανής κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Ο ιδρώτας το έσκαγε μέσα απ’ τα μάτια του. Με ρυθμούς ιλιγγιώδεις το κορμί του σούρωνε. Οι ακτίνες του ήλιου, σαίτες που διαπερνούσαν τα πάντα. Έμπαίναν απ’ τη μια μεριά του κεφαλιού κι έβγαιναν απ’ την άλλη. Από ένστικτο, έσκυψε το κεφάλι μπας κι αποφύγει τις σαϊτιές. Του κάκου. Σήκωσε το γυμνό μπράτσο να σκουπίσει το πρόσωπό. Οι ιδρώτες αγκαλιάστηκαν.
( Άμε στο διάβολο ! )



Ταξιδεύαμε χειμωνιάτικα τον Βόρειο Ειρηνικό από την Ιαπωνία στην Αμερική. Ο καιρός λυσσασμένος, έψαχνε για θύματα. Μας είχαν πιάσει δυο απανωτά χαμηλά, το ένα πιο φουριόζικο απ’ το άλλο. Στην εναλλαγή των βαρομετρικών, μάς γυρνάει τον καιρό στα όρτσα να σπάσει το καράβι. Είχαμε μια βδομάδα να δούμε τα κρεβάτια μας. Αν μας ρώταγες τι σημαίνει σεντόνι, θα σου λέγαμε πως η λέξη μάς είναι άγνωστη. Μια βδομάδα όρθιοι με κατακόκκινα μάτια, θολό μυαλό και τα χέρια σχοινιά, να μας δένουν στ’ απανταχού ρέλια.

4 comments:

Marilou said...

I8ela tooooso kairo na er8w apo edw.. olo to diavaza kai olo viazomoyna. Poli ta3idiariko.. Poli..
x

Antoin... said...

Είναι απ' το πρώτο μου μυθιστόρημα που μόλις σήμερα ξεκίνησα να το κοιτάζω με όσο σοβαρό λογοτεχνικό μάτι γίνεται.
Δεκαοχτώ μήνες στο Μ.Π. ελπίζω να μου έδωσαν τα κατάλληλα εφόδια να το διανορφώσω, έτσι ώστε να βρει το δρόμο του πιεστηρίου.
Ευχήσου μου καλή τύχη.

Marilou said...

Πολλή.
Καλή.
Τύχη.
Σου αφήνω εδώ τη νεραιδόσκονή μου..
Φιλιά

αυτη said...

η αλμύρα των ναυτικών, τόσο σαγηνευτική μέσα στην δυσκολία της.