Thursday, June 14, 2007

Πάει...

Πόσο χρήσιμος είναι ο λαιμός ενός σπασμένου μπουκαλιού; Πώς να βγάλει τ’ όπλο απ’ τον ώμο ο μολυβένιος στρατιώτης και να υπερασπιστεί τη μπαλαρίνα απ’ τη ζήλια του κλόουν; Που να προσγειώσει ο σκαραβαίος το αλεξίπτωτο; Απ’ τη μέση και πάνω ή απ’ τη μέση και κάτω;
Είναι θέμα αισθητικής. Των υλικών που είσαι φτιαγμένος. Ο τρόπος που σκέφτεσαι και τη βλέπεις. Η ανάγκη να λύσεις τον κόμπο που δένει το στομάχι κι η επιθυμία να κατεβάσεις τους παλμούς. Η συνταγή για το πάρκινσον των χεριών, των ποδιών και του σαγονιού. Όσο προσπαθείς να τα κρύψεις, να τα πλακώσεις με την πέτρα, να τα κρατήσεις ακίνητα, κρυμμένα απ’ τα μάτια και τις κεραίες της, τόσο συσπώνται, αναρριχώνται, βγάζουν κεφάλι και παρουσιάζονται μπροστά της με πλήρη αρματωσιά.
Της δίνεις το δικαίωμα ν’ ανοίξει το καπάκι μέσα της και να τινάξει τον συσπειρωμένο κλόουν που κρύβει στην ψυχή της. Να φας την κουτουλιά στο δόξα πατρί κι όπου πέσεις.
Έχει σημασία; Καμία. Η πτώση είναι πτώση κι η μάχη χαμένη. Σηκώνεις τα χέρια, παραδίδεις τα όπλα και ξηλώνεις τα γαλόνια. Τα προτερήματα που σε τρέφουν και κάνουν τη θεωρία πράξη. Την τελική ώθηση να της μιλήσεις, να την κοιτάξεις με τρόπο, να ζωγραφίσεις ένα μισοχαμόγελο στα χείλη και να πεις τις λέξεις που θ’ ανάψουν το φούρνο για το ζέσταμα του χυλού.
Μιλάς και νοιώθεις εκ πείρας. Το έχεις προσπαθήσει μια φορά κι η αφεντιά της σου έδειξε το μονοπάτι του γκρεμού. Εκείνη η φορά όμως δεν πιάνει. Ήταν η γενική πρόβα με κουστούμια και τα όλα της, αλλά χωρίς κοινό.
Το επόμενο κεφάλαιο ήταν διαφορετικό. Είχε πρωταγωνίστρια τη βασιλοπούλα του παραμυθιού. Εκείνη που κατάφερε να συνασπίσει τις καλομοίρες και τις μάγισσες, να της προσφέρουν τα καλά Ουρανού και Γης.
Της πήρε έξι αιώνες να μου μιλήσει. Να ρωτήσει πόσο μεγάλα ήταν τα πνευμόνια μου. Πως γίνεται οι υπόλοιποι να σέρνονται εξουθενωμένοι, την ώρα που εγώ συνέχιζα να καταπίνω απτόητος τα χιλιόμετρα. Αν έφταιγε το κατεβασμένο μου κεφάλι για να μειώνω την αντίσταση του αέρα.
Απ’ εκείνο τ’ όνειρο δεν ξύπνησα ακόμη. Ούτε και πρόκειται. Οδήγησα τ’ αλεξίπτωτο απ’ τη μέση και πάνω. Την τάιζα το παγωτό και της φιλούσα τα χείλη σα να ήταν η τελευταία φορά. Της χάιδευα τα μαλλιά και την παρακαλούσα να τα μακρύνει για να χαϊδεύω αιώνια. Σαν κουραζόταν να την κοιτώ, έπλεκε τα πόδια της γύρω μου και τρίβαμε τ’ αυτιά μας. Της αγκάλιαζα τη μέση, οδηγούσα τις παλάμες στους ώμους και ρούφαγα τις αποπνοές του λαιμού της.
Μια μέρα, αναγκάστηκε να φέρει μαζί τα γκρενά και πρησμένα της μάτια. Βαστούσε το χαρτί της NASA, που μετέθετε τον πατέρα της στο τμήμα τηλεμετρίας. Ζήτησε να μου προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό της. Να μεταφέρει την ευθύνη πάνω μου, να την αναζητήσω μόλις τελειώσω το σχολείο. Να καβαλήσω τ’ αεροπλάνο και να προσγειωθώ στη Νέα Γη.
Κι αντί να εισβάλω στο χωράφι με τις κερασιές, να σκαρφαλώσω στο δέντρο και ν’ αφήσω το γεμάτο στόμα να ξεχειλίσει τους χυμούς, έγινα σκαραβαίος. Χώθηκα στην τρύπα μου και ζωγράφισα τους τοίχους με τη μορφή της.

6 comments:

F said...

καλημέρες. Το θυμάμαι... απο τα τελευταία περσινά σου. Το δούλεψες; Είναι καταπληκτικό πάντως. Γιατί δεν ανεβάζεις και τη ζωγραφιά;
Φιλιά!

Antoin... said...

Καλημέρα.
Μιάμιση ώρα προσπαθούσα να την ανεβάσω μέχρι που πήγε τρεισίμιση.
Τι είναι αυτό που παίζει τώρα? Σα διασκευή της 5ης μοιάζει.
Ναι το δούλεψα. Πέταξα λίγο πράμα.
Που στο καλό θυμάστε τέτοιες λεπτομέρειες?
Σ' ένα άλλο (το πρωτο που διάβασα ποτέ στο Μ.Π.) η Λένα θυμήθηκε πως έκοψα μια δυο προτάσεις.

Marilou said...

Για ακόμα μια φορά.. ομολογώ σε αυτά τα ποστ σου!
Αμάν!
Το είχα δει ότι είχες ανεβάσει κάτι καινούργιο, αλλά δεν ήθελα να το διαβάσω εκείνη τη στιγμή γιατί δε προλάβαινα και θα το διάβαζα γρήγορα. Τώρα που είμαι σπίτι και έχω το χρόνο μαζί μου.. το διάβασα και το 3αναδιάβασα. Ευλαβικά. Τριγύρισα μέσα στις λέξεις και τα χάδια.
Αχχχχχ.. Ομορφιές..
Πολλά φιλιά

Antoin... said...

Μαριλουδάκι μου καλό,
δυστυχώς δεν είναι όλες οι μέρες ερωτευμένες.
Μερικές φορές αδυνατούμε να πετάξουμε τη λύπη από πάνω μας γιατί κολλάει σα βδέλλα.
Ίσως να είναι και δικό μου το λάθος,
που όταν σας "μιλάω" το κάνω με ανοιχτή καρδιά σα να απευθύνομαι στα κολλητάρια μου.
Ίσως μερικές κουβέντες που έχω πει να μην άρεσαν ή πιθανόν να γκρέμισαν την υποτιθέμενη προσωπικότητά μου.
Το μόνο που έχω να πω είναι πως είμαι ένας απλός άνθρωπος που δεν ντρέπεται να πει την αληθινή του γνώμη.

Το post αυτό δεν είναι καλό επειδή έχει γραφτεί με ρέον αίμα,
αλλά επειδή είναι αντικειμενικά καλό.
Με στεναχωρεί πολύ που δεν μπήκε κόσμος να το σχολιάσει, μέχρι του σημείου να κλείσω το blog.
Δεν έχω τη μύτη ψηλά χαρά μου. Το ξέρεις πως δεν την έχω.
Τέλος πάντων...

Τα καλά σου λόγια με συγκινούν περισσότερο από τις θετικές σου εντυπώσεις για την ιστορία που διάβασες.
Τίποτα άλλο.
Καλό βράδυ κορίτσι..!

Marilou said...

Το ξέρω.
Μοιάζουμε πάρα πολύ σε όλα αυτά.
Και εγώ είμαι έτσι.
Παρορμητική.
Νιώθω και γράφω.
Δε μπήκα όμως σε καμία περίπτωση να σου γράψω ωραία λογάκια γιατί δεν είχε μπει κανείς άλλος. Ούτε να σου χαιδέψω τα αυτιά..
Δεν έχει καμία αξία για μένα.
Εγώ άφησα κόμμεντ γιατί το νιώθω. και γιατί μου άρεσε φυσικά..
Οσο αφορά το ποστ τώρα..
δεν είναι αντικειμενικά καλό. Είναι ωραίο γιατί είναι αληθινά γραμμένο.
Γιατί αυτά που έχεις εσύ αιστανθεί με κάποια.. τα έχω αιστανθεί εγώ με κάποιον άλλο.. κάπου..
Αυτό του δίνει ομορφιά.
Η εσωτερική δύναμη επικοινωνίας.
Και μη με απειλείς ότι θα κλείσεις το μπλογκ..
Χάσαμε την Ευτιχίτσα..
Δεν αντέχω και δεύτερη απώλεια εδώ μέσα!
Θα με πάρεις μαζί σου. Θα δίνω το κρίμα σου..
Πολλά φιλιά..
Καληνύχτα. Γλυκιά. Όχι παραπονιάρικη..

Antoin... said...

Η μαλακία είναι πως αυτές τις μέρες είμαι γενικά καλά.
Η πολλή δουλειά αρχίζει να ελαττώνει, είμαι στα σκαριά να ξεκινήσω κάτι συναισθηματικά καλό και δεν θα έχω έγνοιες τουλάχιστον μέχρι το Φθινόπωρο.
Αυτή την αμφιθυμία του σκορπιού να μην είχα που με κάνει να γκρεμίζω τα χτισμένα με συνοπτικές διαδικασίες.

Ωχ..! πήρα την κατηφόρα, αλλά δεν θα το ξανακάνω.
Από εδώ κι εμπρός μόνο χαρούλες.

Μην καταναλώσεις τίποτα σκατολοϊδια τώρα. Ετοίμασε κάτι καλό. Μόλις πάω σπίτι με περιμένουν γεμιστά.
Αααχ..!
Καλό βράδυ...!