Σήμερα το βράδυ
πριν λίγο…
παραλίγο να πεθάνω
να σβήσει αυτό που μ’ ορίζει
αυτό που δεν άντεξες πάνω μου
το καθαρό μου βλέμμα
την αλήθεια μου
καθρεφτίστηκες πάνω τους
και λιποψύχησες
είπες δικαιολογίες
κι έφυγες
κι εγώ…
έτοιμος να τα μαχαιρώσω
μήπως γυρίσεις
μα έφυγες
μ’ ένα πρόσωπο στεγνό
έφυγες
μ’ ένα απαγορευμένο πισωγύρισμα
εκείνο που καίει γέφυρες
και πνίγει ελπίδες
κι εγώ
απέθεσα το μαχαίρι.
Saturday, April 28, 2007
Monday, April 23, 2007
Υπήρξαν και τέτοιες
Όταν ηρεμώ
όταν δεν θέλω να σε σκοτώσω
τότε που παίρνω πάλι τ’ ανθρώπινο
θυμάμαι τις καλές στιγμές
το κερί στην Προυσώ
για να στεριώσουμε
τον έρωτα στο ποταμάκι
που σε βάπτισα νύμφη των νερών
που κυλιστήκαμε στα χιόνια
σαν φανέρωσα το δακτυλίδι
τα ούζα που τσακίσαμε στη Λευκάδα
και τραγουδούσαμε των ψαριών
που είδες του πλοίου τον καπνό
κι έκλαψες να μην ξαναφύγω
το σημάδι στο λαιμό
απ’ τη λάβα της Kagoshima
τα φιλιά του πρώτου ραντεβού
το ακροπερπάτημα
στο table mountain
τ’ αδέσποτο που μαζέψαμε
και κάναμε παιδί μας
που μας κέρναγαν στο μαγαζί
γιατί ομόρφαινες την πλάση
το άλικο στόμα μας
απ’ τα φύλλα των Ινδών
την αγορά του αλ χαλίλι
που χορεύαμε αγκαλιά
τις νυχτερινές μας βάρδιες
στον τροπικό του Αιγόκερω
που σε γαργαλούσα και δεν ήθελες
κι όλο κοντά ερχόσουν
την σκισμένη φτέρνα μου
απ’ τα κοράλλια της Papeete
την αγάπη
που καθρεπτιζόταν στα μάτια σου
τη ζήλια σου
στη moulata της Ipanema
τ΄ αλατισμένο σου κορμί
ναι..!
υπήρξαν και χαρούμενες στιγμές…
όταν δεν θέλω να σε σκοτώσω
τότε που παίρνω πάλι τ’ ανθρώπινο
θυμάμαι τις καλές στιγμές
το κερί στην Προυσώ
για να στεριώσουμε
τον έρωτα στο ποταμάκι
που σε βάπτισα νύμφη των νερών
που κυλιστήκαμε στα χιόνια
σαν φανέρωσα το δακτυλίδι
τα ούζα που τσακίσαμε στη Λευκάδα
και τραγουδούσαμε των ψαριών
που είδες του πλοίου τον καπνό
κι έκλαψες να μην ξαναφύγω
το σημάδι στο λαιμό
απ’ τη λάβα της Kagoshima
τα φιλιά του πρώτου ραντεβού
το ακροπερπάτημα
στο table mountain
τ’ αδέσποτο που μαζέψαμε
και κάναμε παιδί μας
που μας κέρναγαν στο μαγαζί
γιατί ομόρφαινες την πλάση
το άλικο στόμα μας
απ’ τα φύλλα των Ινδών
την αγορά του αλ χαλίλι
που χορεύαμε αγκαλιά
τις νυχτερινές μας βάρδιες
στον τροπικό του Αιγόκερω
που σε γαργαλούσα και δεν ήθελες
κι όλο κοντά ερχόσουν
την σκισμένη φτέρνα μου
απ’ τα κοράλλια της Papeete
την αγάπη
που καθρεπτιζόταν στα μάτια σου
τη ζήλια σου
στη moulata της Ipanema
τ΄ αλατισμένο σου κορμί
ναι..!
υπήρξαν και χαρούμενες στιγμές…
Saturday, April 21, 2007
Το τιμόνι
Πώς να βάλω στη σειρά τις λέξεις
με γράμματα να σε ζωγραφίσω
να συμμαζέψω το χάος σε απτή μορφή
δεν ξέρω καν που είμαι
αν χάνομαι ή ζω
εγώ που δεν πιστεύω
σ’ έκανα Θεό
εγώ που δεν λατρεύω
σου υποκλίνομαι
σου φέρνω ανεμώνες
σου φτιάχνω αμυγδαλωτά
κι όταν βρίσκομαι δίπλα σου
τ’ ανθόνερο ζηλεύει το άρωμά σου
μείνε..!
μείν’ εκεί που είσαι
η επαφή σου με καίει
με σημαδεύει το φιλί
η αγάπη μου ασήκωτη
αέρας το κορμί
κούρσεψες την καρδιά μου
μπήκες στα όνειρά μου
κι είμαι έτοιμος
την ψυχή μου να σου δώσω
και το τιμόνι…
να με κυβερνάς..!
με γράμματα να σε ζωγραφίσω
να συμμαζέψω το χάος σε απτή μορφή
δεν ξέρω καν που είμαι
αν χάνομαι ή ζω
εγώ που δεν πιστεύω
σ’ έκανα Θεό
εγώ που δεν λατρεύω
σου υποκλίνομαι
σου φέρνω ανεμώνες
σου φτιάχνω αμυγδαλωτά
κι όταν βρίσκομαι δίπλα σου
τ’ ανθόνερο ζηλεύει το άρωμά σου
μείνε..!
μείν’ εκεί που είσαι
η επαφή σου με καίει
με σημαδεύει το φιλί
η αγάπη μου ασήκωτη
αέρας το κορμί
κούρσεψες την καρδιά μου
μπήκες στα όνειρά μου
κι είμαι έτοιμος
την ψυχή μου να σου δώσω
και το τιμόνι…
να με κυβερνάς..!
Thursday, April 19, 2007
Monday, April 16, 2007
Γράσα στην ψυχή
Είμαι χαρούμενος
χαμόγελο αυτοκόλλητο στα χείλη
όταν ξυρίζομαι σφυρίζω
κοιτάζομαι…
βλέμμα καθαρό
χμ… ρυτίδα στου ματιού την άκρη
let it be
η μέρα είναι ωραία.
Κίνηση ψηλά στην Κηφισίας
χα..! ζητιάνος στο φανάρι
θράσος κι ανοιχτή παλάμη
let him be
εδώ ζει καλύτερα.
Συνέταιρος απών
συνέλαβαν το γιο του
φόραγε κουκούλα, έκαψε αμάξι
κακό prestige
να το κουκουλώσουμε.
Άρον-άρον στην κλινική
σύζυγος αποπειράθηκε
σημείωμα: πρωινή αδιαφορία
κοιτάζομαι…
αμφιβολία
ισοζύγιο χαράς
ποιανού τη στέρησα?
χαμόγελο αυτοκόλλητο στα χείλη
όταν ξυρίζομαι σφυρίζω
κοιτάζομαι…
βλέμμα καθαρό
χμ… ρυτίδα στου ματιού την άκρη
let it be
η μέρα είναι ωραία.
Κίνηση ψηλά στην Κηφισίας
χα..! ζητιάνος στο φανάρι
θράσος κι ανοιχτή παλάμη
let him be
εδώ ζει καλύτερα.
Συνέταιρος απών
συνέλαβαν το γιο του
φόραγε κουκούλα, έκαψε αμάξι
κακό prestige
να το κουκουλώσουμε.
Άρον-άρον στην κλινική
σύζυγος αποπειράθηκε
σημείωμα: πρωινή αδιαφορία
κοιτάζομαι…
αμφιβολία
ισοζύγιο χαράς
ποιανού τη στέρησα?
Friday, April 13, 2007
Scaling
Hereby, on the razor moment
I debate upon what I am
put the blame on Nobody
and carry on a young blood
too tired to reflect
exausted under trials
I’ve got to seal my memories’ barrel
I long a tranquil state
an untouched piece of heart
and peaceful borders
what does it take?
solitarity?
abused intimacy?
anything but sincerity
for there’s no duality in relationships
just officers and privates
nice world have I built
fear in the gut
rigidness in glance
diplomatic behavior
and pills to tuck into
I need to get even
it’s imperative to change.
I debate upon what I am
put the blame on Nobody
and carry on a young blood
too tired to reflect
exausted under trials
I’ve got to seal my memories’ barrel
I long a tranquil state
an untouched piece of heart
and peaceful borders
what does it take?
solitarity?
abused intimacy?
anything but sincerity
for there’s no duality in relationships
just officers and privates
nice world have I built
fear in the gut
rigidness in glance
diplomatic behavior
and pills to tuck into
I need to get even
it’s imperative to change.
Thursday, April 5, 2007
Ode to the weak
There are times I cheat on the gun
and swiftly think to pull the trigger
past, present, future to blend in one
to seize the pain from digging deeper
don’t wanna listen don’t wanna talk
don’t wanna touch, see or taste
for only death to wave its cloak
above the life I’m off to waste
to blank your image in my mind
delete your body-smell that lingers
be purified sort of a kind
from your curious tongue and naughty fingers
only your words and what they ment
to drag along my ball and chain
“sorry love, love I don’t comprehent
but you can love me if you may”.
Αφιερωμένο στη Δέσποινα...
and swiftly think to pull the trigger
past, present, future to blend in one
to seize the pain from digging deeper
don’t wanna listen don’t wanna talk
don’t wanna touch, see or taste
for only death to wave its cloak
above the life I’m off to waste
to blank your image in my mind
delete your body-smell that lingers
be purified sort of a kind
from your curious tongue and naughty fingers
only your words and what they ment
to drag along my ball and chain
“sorry love, love I don’t comprehent
but you can love me if you may”.
Αφιερωμένο στη Δέσποινα...
Tuesday, April 3, 2007
Η γάτα σκεπάζει τα...
Δεν το κατάλαβα όταν το είπες
γιατί ήμουν μικρός.
Τώρα που είμαι μεγάλος κι ανώνυμος
το κάνω σημαία.
"Φοβού αυτούς
που θέλουν να κάνουν όνομα
κι αυτούς
που θέλουν να το διατηρήσουν".
γιατί ήμουν μικρός.
Τώρα που είμαι μεγάλος κι ανώνυμος
το κάνω σημαία.
"Φοβού αυτούς
που θέλουν να κάνουν όνομα
κι αυτούς
που θέλουν να το διατηρήσουν".
Sunday, April 1, 2007
Επίσκεψη
Ο κουφός κι η μεθυσμένη
Ήρθες στη γέφυρα προχτές
βράδυ αόρατης σελήνης
λες και δε χόρτασες ποτέ
τη μαύρη νύχτα σου να πίνεις
την πόρτα έκλεισες σιγά
το Θεό να μην ξυπνήσεις
είχες μπουκάλι συντροφιά
λάστιχο στις αναμνήσεις
το μάτι έριξες θολό
στων αστεριών το βλέμμα
σοφίτας στέγη τ’ απλωτό
σταυρού του νότου στέμμα
τα πόδια στύλωσες σιμά
το χέρι στο περβάζι
σούφυγε ξώφαλτση βρισιά
που ο νους μου ούτε βάζει
το σφάλμα σαν κατάλαβες
πριν σκέψη ανατείλει
το χέρι σου μου άπλωσες
πλησίασες τα χείλη
αγέρι φύσηξε ζεστό
σαν ψίθυρος ερήμου
της άφεσης το “σχώρα με”
στο κακό δεξί αυτί μου
φοίνικας έγινες γερτός
σ’ αμμούδα διψασμένη
τα φρούτα έκοψε αυτός
τη νύχτα που σε περιμένει
δυο μέρες τώρα πέρασαν
που περπατάς στα ίσια
μα ξέρω πάλι θα σε δω
σε σκοτεινά μεθύσια.
Ήρθες στη γέφυρα προχτές
βράδυ αόρατης σελήνης
λες και δε χόρτασες ποτέ
τη μαύρη νύχτα σου να πίνεις
την πόρτα έκλεισες σιγά
το Θεό να μην ξυπνήσεις
είχες μπουκάλι συντροφιά
λάστιχο στις αναμνήσεις
το μάτι έριξες θολό
στων αστεριών το βλέμμα
σοφίτας στέγη τ’ απλωτό
σταυρού του νότου στέμμα
τα πόδια στύλωσες σιμά
το χέρι στο περβάζι
σούφυγε ξώφαλτση βρισιά
που ο νους μου ούτε βάζει
το σφάλμα σαν κατάλαβες
πριν σκέψη ανατείλει
το χέρι σου μου άπλωσες
πλησίασες τα χείλη
αγέρι φύσηξε ζεστό
σαν ψίθυρος ερήμου
της άφεσης το “σχώρα με”
στο κακό δεξί αυτί μου
φοίνικας έγινες γερτός
σ’ αμμούδα διψασμένη
τα φρούτα έκοψε αυτός
τη νύχτα που σε περιμένει
δυο μέρες τώρα πέρασαν
που περπατάς στα ίσια
μα ξέρω πάλι θα σε δω
σε σκοτεινά μεθύσια.
Thursday, March 29, 2007
Tuesday, March 27, 2007
Σονέτο Νο. 18
Του Βασίλη Σαιξπήρου απ’ τη ματιά του Πάρη Αντωνίου.
Να σε συγκρίνω με μέρα καλοκαιρινή?
είσαι πιο ήπια, πιο απολαυστική
άτακτοι καιροί ριγούν τους ανθούς του Μάη
κι η δόξα του καλοκαιριού σε λίγο πάει…
πότε-πότε, ζέστη καυτή απ’ τον ήλιο φτάνει
κι ακόμη πιο συχνά τη χρυσή του όψη χάνει
κι από ξανθός σε ξανθός αλλάζει επίσης
τυχαία ή απ’ τις αυθόρμητες βουλές της φύσης
μα το ατέλειωτο καλοκαίρι σου, τον μαρασμό δεν πίνει
ούτε θα χάσεις το λαμπρό που έχεις
μηδέ στου θανάτου την καυχησιά και τη σκιά θα πέσεις
σαν διανύεις τις αιώνιες γραμμές του χρόνου
όσο οι άντρες αναπνέουν κι όσο τα μάτια βλέπουν
τόσο το καλοκαίρι ζει και ζωή σε σένα δίνει.
Sonnet 18
By William Shakespeare
Shall I compare thee to a summer’s day?
Thou art more lovely and more temperate
Rough winds do shake the darling buds of May
And summer’s lease hath all too short a date
Sometime too hot the eye of heaven shines
And often in his gold complexion dimm’d
And every fair from fair sometime declines
By chance or nature’s changing course untrimm’d
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possesion of that fair thou owest
Nor shall death brag thou wander’st in his shade
When in eternal lines to time thou growest
So long as men can breath or eyes can see
So long lives this and this gives life to thee
Του Βασίλη Σαιξπήρου απ’ τη ματιά του Πάρη Αντωνίου.
Να σε συγκρίνω με μέρα καλοκαιρινή?
είσαι πιο ήπια, πιο απολαυστική
άτακτοι καιροί ριγούν τους ανθούς του Μάη
κι η δόξα του καλοκαιριού σε λίγο πάει…
πότε-πότε, ζέστη καυτή απ’ τον ήλιο φτάνει
κι ακόμη πιο συχνά τη χρυσή του όψη χάνει
κι από ξανθός σε ξανθός αλλάζει επίσης
τυχαία ή απ’ τις αυθόρμητες βουλές της φύσης
μα το ατέλειωτο καλοκαίρι σου, τον μαρασμό δεν πίνει
ούτε θα χάσεις το λαμπρό που έχεις
μηδέ στου θανάτου την καυχησιά και τη σκιά θα πέσεις
σαν διανύεις τις αιώνιες γραμμές του χρόνου
όσο οι άντρες αναπνέουν κι όσο τα μάτια βλέπουν
τόσο το καλοκαίρι ζει και ζωή σε σένα δίνει.
Sonnet 18
By William Shakespeare
Shall I compare thee to a summer’s day?
Thou art more lovely and more temperate
Rough winds do shake the darling buds of May
And summer’s lease hath all too short a date
Sometime too hot the eye of heaven shines
And often in his gold complexion dimm’d
And every fair from fair sometime declines
By chance or nature’s changing course untrimm’d
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possesion of that fair thou owest
Nor shall death brag thou wander’st in his shade
When in eternal lines to time thou growest
So long as men can breath or eyes can see
So long lives this and this gives life to thee
Monday, March 26, 2007
Saturday, March 24, 2007
Όνειρο
Τράβηξες το μαντήλι απ’ το πρόσωπό της
για να δεις εκείνη
εκείνη που σκάλιζες τα βράδια στο κοράκι
εκείνη που σεργιάνιζε στα κύματα
πίσω απ’ τα βρεμένα μάτια σου
μα τα σεντόνια της μπλεγμένος
είδες τη Φατμέ
να χαμογελάει μ’ ευχαρίστηση
που θα χόρταινε και σήμερα
Πας να γαντζωθείς
μα οι τοίχοι γλιστράνε
φωνάζεις για σχοινί
μα στ’ αυτιά σου φτάνει
το κρώξιμο του βάτραχου
και το λαμπρό στεφάνι εκεί ψηλά
λίγο για να σ’ ευχαριστήσει.
Το φτερό πλησιάζει γρήγορα
κι εσύ…
ανήμπορος ν’ αντιδράσεις
αχ..! ποτέ δεν ήθελες τόσο
νάσ’ εν’ άσπρο μικρό γλαρόνι
να φτερουγίσεις
να πετάξεις ψηλά.
Μα η αρμύρα της θάλασσας γύρω σου
είν’ ο ιδρώτας του κορμιού σου
και τα δόντια του καρχαρία
το χέρι του σκάπουλου στο πόδι σου.
για να δεις εκείνη
εκείνη που σκάλιζες τα βράδια στο κοράκι
εκείνη που σεργιάνιζε στα κύματα
πίσω απ’ τα βρεμένα μάτια σου
μα τα σεντόνια της μπλεγμένος
είδες τη Φατμέ
να χαμογελάει μ’ ευχαρίστηση
που θα χόρταινε και σήμερα
Πας να γαντζωθείς
μα οι τοίχοι γλιστράνε
φωνάζεις για σχοινί
μα στ’ αυτιά σου φτάνει
το κρώξιμο του βάτραχου
και το λαμπρό στεφάνι εκεί ψηλά
λίγο για να σ’ ευχαριστήσει.
Το φτερό πλησιάζει γρήγορα
κι εσύ…
ανήμπορος ν’ αντιδράσεις
αχ..! ποτέ δεν ήθελες τόσο
νάσ’ εν’ άσπρο μικρό γλαρόνι
να φτερουγίσεις
να πετάξεις ψηλά.
Μα η αρμύρα της θάλασσας γύρω σου
είν’ ο ιδρώτας του κορμιού σου
και τα δόντια του καρχαρία
το χέρι του σκάπουλου στο πόδι σου.
Wednesday, March 21, 2007
Οϊμένα..!
Τη μέρα που θα στερέψει ο ουρανός
κι η θάλασσα γίνει πέτρα
τη μέρα που θα πάψει ο αέρας
κι εξατμιστεί η ατμόσφαιρα
τη μέρα που η σελήνη θα μείνει μισή
κι έχουμε βγει απ’ την τροχιά
θα σου πω το σ’ αγαπώ.
Την εποχή που η Άνοιξη θα λείψει
την εποχή που θα σιγήσουν τα πουλιά
την εποχή που θα πεθάνουν οι θεοί
θα σε πάρω στην αγκαλιά μου.
Την ώρα που θα μαυρίζει ο ορίζοντας
την ώρα που θα σβήνουν τα ηφαίστεια
θα σπείρουμε το αύριο.
Τη μέρα που θα στερέψει ο ουρανός
κι η θάλασσα γίνει πέτρα
τη μέρα που θα πάψει ο αέρας
κι εξατμιστεί η ατμόσφαιρα
τη μέρα που η σελήνη θα μείνει μισή
κι έχουμε βγει απ’ την τροχιά
θα σου πω το σ’ αγαπώ.
Την εποχή που η Άνοιξη θα λείψει
την εποχή που θα σιγήσουν τα πουλιά
την εποχή που θα πεθάνουν οι θεοί
θα σε πάρω στην αγκαλιά μου.
Την ώρα που θα μαυρίζει ο ορίζοντας
την ώρα που θα σβήνουν τα ηφαίστεια
θα σπείρουμε το αύριο.
Monday, March 19, 2007
Μπούμερανγκ
Πρώτη μέρα στο καινούριο ταξίδι
και νιώθω το βάρος των βημάτων
υπήρξαν καιροί που έπαιρνα συχνά τούτο το δρόμο
που μοίραζα τελείες
και σ’ άφηνα με τ’ ανολοκλήρωτο να καίει
τώρα όμως είναι πάνω μου δεμένο ένα σχοινί
που μ’ αναγκάζει να σέρνομαι στα χνάρια σου
ανάξιος μαθητής εκείνων που δασκάλευα
έρημος αποτιμητής μιας καινής ζωής
αυτομαζεύομαι διακριτικά
απ’ το αντίο που απρόσμενα μου χάρισες.
Πρώτη μέρα στο καινούριο ταξίδι
και νιώθω το βάρος των βημάτων
υπήρξαν καιροί που έπαιρνα συχνά τούτο το δρόμο
που μοίραζα τελείες
και σ’ άφηνα με τ’ ανολοκλήρωτο να καίει
τώρα όμως είναι πάνω μου δεμένο ένα σχοινί
που μ’ αναγκάζει να σέρνομαι στα χνάρια σου
ανάξιος μαθητής εκείνων που δασκάλευα
έρημος αποτιμητής μιας καινής ζωής
αυτομαζεύομαι διακριτικά
απ’ το αντίο που απρόσμενα μου χάρισες.
Thursday, March 15, 2007
Hesitation
Unable to think
I look around and see joining rings of her
one tape here one letter there
a red “I love you” heart shaped pillow
what’s in my mind for her
gush! I don’t know
Singing with the sirens on our lonely island
seeking my hand before the deepest ravine
what’s already done may not be so important
but those yet to come I’m afraid to imagine
Sometimes I say nothing is true
persuading my self I’m only dreaming
but when my moods are blue
it’s beside her that I’m leaning
Two faces in me are more than enough
days are generous but nights are rough
when the longing sleep fails to show up
to take me to the land of forget
to places where solutions I don’t need to have.
Unable to think
I look around and see joining rings of her
one tape here one letter there
a red “I love you” heart shaped pillow
what’s in my mind for her
gush! I don’t know
Singing with the sirens on our lonely island
seeking my hand before the deepest ravine
what’s already done may not be so important
but those yet to come I’m afraid to imagine
Sometimes I say nothing is true
persuading my self I’m only dreaming
but when my moods are blue
it’s beside her that I’m leaning
Two faces in me are more than enough
days are generous but nights are rough
when the longing sleep fails to show up
to take me to the land of forget
to places where solutions I don’t need to have.
Tuesday, March 13, 2007
Τώρα που είμαι μόνος που έχω τις κακές μου
που δεν είναι μόνο μια μέρα αλλά κορδόνι από δαύτες
που μισώ τον κόσμο και θέλω να του βάλω φωτιά
να ποτίσω το λουλούδι της στάχτης με δικό μου νερό
πέτρα στον ώμο άβολη στ' αυτί μου ψιθυρίζει.
΅Είσαι μικρός είσαι στενός στο άπειρο κουκίδα
του θεμιτού τ' αντίσκηνο το πήρε ο αέρας
ο πόνος μόνος άρχοντας τους δρόμους σχεδιάζει
στη θάλασσα πνιγήκανε ελπίδες και φεγγάρια
σε χώμα άγονο σκληρό το μέλλον ρίχνει σπόρο
η θύμηση του πρότερου αμυγδαλιά καμένη
ήλιος τραχύς τα βέλη του δουλεύει με μανία
νερό γλυφό και βρώμικο καίει της ψυχής το σπίτι
ξινή βροχή ξεθώριασε τους Πόντους των ματιών σου
το απλωμένο χέρι της γέφυρα σακατεμένη
και η καρδιά σου όμηρος γι' ανταλλαγή αιχμαλώτων.΅
Την ακούω την πέτρα καθώς περπατάω λυγισμένος
καθώς η επαφή της με πληγιάζει
καθώς η σκόνη της μπερδεύεται με τον ιδρώτα
και την πιστεύω.
Βγάζω απ' την τσέπη τα σπίρτα
μα με το ένα χέρι δε μπορώ ν' ανάψω.
Αυτή που διάβασε τη σκέψη μου
που φοβήθηκε μη την ξεφορτωθώ για να κάνω τη δουλειά
μη μείνει μόνη χωρίς να με διαφεντεύει
μη μου μοιάσει
φρόντισε ν' αλλάξει τροπάρι.
΅Πούπουλο το βήμα σου σε κάμπο μυρωδάτο
κληματαριά ανθοσκέπαστη σα θες να ξαποστάσεις
νάμα πηγής, ζεστό ψωμί προσμένουν στο τραπέζι
ουρί, σειρήνες εύμορφες τις νότες ζωντανεύουν
καράβι καλοτάξιδο στον κόσμο σε γυρίζει
πριγκιπικές οι φορεσιές στο ερμάρι κρεμασμένες
λαός απλός και προεστοί σου κάμουν τεμενάδες
με σεβασμό προσφέρουνε ετήσια Δεκάτη
την κόρη την πεντάμορφη σου τάζουνε για νύφη
τη ρότα σου χαράζουνε σε μάρμαρο της Πάρου
και άγαλμα σου στήνουνε στο λόφο των ηρώων.΅
που δεν είναι μόνο μια μέρα αλλά κορδόνι από δαύτες
που μισώ τον κόσμο και θέλω να του βάλω φωτιά
να ποτίσω το λουλούδι της στάχτης με δικό μου νερό
πέτρα στον ώμο άβολη στ' αυτί μου ψιθυρίζει.
΅Είσαι μικρός είσαι στενός στο άπειρο κουκίδα
του θεμιτού τ' αντίσκηνο το πήρε ο αέρας
ο πόνος μόνος άρχοντας τους δρόμους σχεδιάζει
στη θάλασσα πνιγήκανε ελπίδες και φεγγάρια
σε χώμα άγονο σκληρό το μέλλον ρίχνει σπόρο
η θύμηση του πρότερου αμυγδαλιά καμένη
ήλιος τραχύς τα βέλη του δουλεύει με μανία
νερό γλυφό και βρώμικο καίει της ψυχής το σπίτι
ξινή βροχή ξεθώριασε τους Πόντους των ματιών σου
το απλωμένο χέρι της γέφυρα σακατεμένη
και η καρδιά σου όμηρος γι' ανταλλαγή αιχμαλώτων.΅
Την ακούω την πέτρα καθώς περπατάω λυγισμένος
καθώς η επαφή της με πληγιάζει
καθώς η σκόνη της μπερδεύεται με τον ιδρώτα
και την πιστεύω.
Βγάζω απ' την τσέπη τα σπίρτα
μα με το ένα χέρι δε μπορώ ν' ανάψω.
Αυτή που διάβασε τη σκέψη μου
που φοβήθηκε μη την ξεφορτωθώ για να κάνω τη δουλειά
μη μείνει μόνη χωρίς να με διαφεντεύει
μη μου μοιάσει
φρόντισε ν' αλλάξει τροπάρι.
΅Πούπουλο το βήμα σου σε κάμπο μυρωδάτο
κληματαριά ανθοσκέπαστη σα θες να ξαποστάσεις
νάμα πηγής, ζεστό ψωμί προσμένουν στο τραπέζι
ουρί, σειρήνες εύμορφες τις νότες ζωντανεύουν
καράβι καλοτάξιδο στον κόσμο σε γυρίζει
πριγκιπικές οι φορεσιές στο ερμάρι κρεμασμένες
λαός απλός και προεστοί σου κάμουν τεμενάδες
με σεβασμό προσφέρουνε ετήσια Δεκάτη
την κόρη την πεντάμορφη σου τάζουνε για νύφη
τη ρότα σου χαράζουνε σε μάρμαρο της Πάρου
και άγαλμα σου στήνουνε στο λόφο των ηρώων.΅
Sunday, March 11, 2007
Έκσταση
How can I find the words
to turn this moment to shape
to coulour these feelings of mine
now, in the calmness we are,
reading to me your little poems
after the love we' ve had.
How can I forget
the easiness of our moves
the body and soul touch
And now, beside each other
the dream continues
relaxed next to my darling
I hope she feels the same.
My thoughts ask you to go on
and if you ask me anything
my answer will last with the day-break.
What can you see in my eyes
now that you look at me?
What makes you so beatutiful
so dreamy so glassy
wrapped in the heat of my glances?
I guess I know what you ment
when you hesitated to tell me "I love you"
the first time you tried to.
Now I see it on my own.
I love you...
to turn this moment to shape
to coulour these feelings of mine
now, in the calmness we are,
reading to me your little poems
after the love we' ve had.
How can I forget
the easiness of our moves
the body and soul touch
And now, beside each other
the dream continues
relaxed next to my darling
I hope she feels the same.
My thoughts ask you to go on
and if you ask me anything
my answer will last with the day-break.
What can you see in my eyes
now that you look at me?
What makes you so beatutiful
so dreamy so glassy
wrapped in the heat of my glances?
I guess I know what you ment
when you hesitated to tell me "I love you"
the first time you tried to.
Now I see it on my own.
I love you...
Wednesday, March 7, 2007
Το δάκρυ.
Κάποτε ήμουν η πεμπτουσία της ύπαρξης. Η φύση αυτοπροσώπως. Το αλατόνερο της ζωής. Είχα μέσα μου τη συμπαντική γνώση. Τη γένεση εκ του μηδενός. Από τα πρώτα άτομα ηλίου και υδρογόνου. Την αυθύπαρκτη πορεία τους στη ρότα της δημιουργίας και τις συνθέσεις τους στον πλούτο των σημερινών υλικών. Πήρε καιρό, χρειάστηκαν ζυμώσεις αλλά φύση και ζωή προερχόμαστε από κει. Τράπεζες πληροφοριών, λίστες οδηγιών, αλυσίδες DNA, ξεδιπλώθηκαν να την υποστηρίξουν. Μάγμα να την κρατά ζεστή και νερό να την ξεδιψά. Κάθε καινούριο παρόν η κορυφή της εξέλιξης, κάθε Nova μικρογραφία της κυκλικής διαδικασίας. Χωρίς αρχή δεν υπάρχει τέλος, χωρίς άφιξη δεν υφίσταται αναχώρηση, χωρίς θάνατο δε νοείται ζωή.
Κουρνιασμένος στη θέση μου περίμενα να εκπληρώσω την αποστολή μου. Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τον πολιτισμό ούτε είχα σαφή εντύπωση για το ίδιο μου το εγώ. Η κατοπινή μου γνώση με ώθησε κάπως αυθαίρετα να συστήνομαι σε αρσενικό πρόσωπο. Η άλλη όψη όμως του νομίσματος της γνώσης είναι η φιλαυτία, ο εγωισμός, ο εγωκεντρισμός και πάει λέγοντας. Μόνο η σοφία ισορροπεί τη ζυγαριά. Η αόρατη ενέργεια, η σιωπηλή ομιλία, η αποκωδικοποίηση του βλέμματος.
Αυτά που διηγούμαι τα ήξερα και τότε. Μόνο που δεν τα συνειδητοποιούσα. Ούτε μπορούσα να τα εκμεταλλευτώ. Με κρατούσαν ήρεμο ανησυχιών να περιμένω τη σειρά μου. Ήμουν ό,τι σπανιότερο υπήρχε στην πλάση. Το δάκρυ της λύτρωσης.
Χαυνωμένος στη νιρβάνα της αναμονής έφερνα ακανόνιστες μικρομετρικές κινήσεις. Εφαπτόμουν με άλλα δάκρυα κι ένιωθα τη ζεστασιά της παρέας στο περιβάλλον. Κάθε επαφή σήμαινε ανταλλαγή πληροφοριών. Τίποτε δεν μου ακουγόταν άγνωστο μα και τίποτα δε μπορούσα να εξηγήσω. Ούτε είχα επιθυμία ν' αναλύω πράγματα. Ο καιρός δεν περνούσε μα δεν ήταν και στάσιμος. Βαθιά μόνο στη σκέψη μου αχνοφαινόταν η διαγεγραμμένη μου πορεία κι ο σκοπός της κατασκευής μου. Η επιτέλεση του έργου μου υπολειπόταν της αφορμής.
Στο υποτιθέμενο κρεβάτι του πόνου που ξαπλώνω τώρα, σ' αυτό που δεν με παίρνει ο ύπνος όταν κλείνω τα μάτια, που πρέπει να πιώ τα ηρεμηστικά των ανθρώπων για να συνεχίσω να ζω, έπεσα μετά από εκείνη τη λανθασμένη εντολή. Την οδηγία που με ώθησε να βγω απ' το δακρυγόνο αδένα και να πάρω την κατηφόρα που τελικά δεν κύλησα. Την αναίρεση της εντολής όταν ήταν πια πολύ αργά. Την ώρα που τεράστιος και καυτός ξεμύτιζα απ' τα βλέφαρα υλοποιώντας το πεπρωμένο μου. Τη στιγμή που μια πνοή δροσιάς μ' ανατρίχιασε και πέρασε μέσα μου το θαύμα της φύσης στη Γη.
Κυριευμένος από δύο αντίθετα συναισθήματα, αυτό της μαγείας για τον κόσμο που γνώρισα και του καθήκοντος να γυρίσω πίσω, έκανα τόπο στο δάκρυ της αναπόλησης και χώθηκα πάλι μέσα. Χωρίς ν' αλλάξει στο παραμικρό, ο αδένας δεν ήταν πια ίδιος. Αντί σαν το σπίτι μου ένιωσα φυλακισμένος. Τι γύρευα εγώ μέσα σ' αυτό το σκοτεινό και στριμωγμένο μέρος; ; Άλλο να πληροφορείσαι για το φως απ' τα κιτάπια σου κι άλλο να έρχεσαι σ' επαφή μαζί του. Κανονικά θα έπρεπε να στάξω στο χώμα. Να με ρουφήξει η ρίζα του διψασμένου δέντρου. Να γίνω κλαράκι που έστησε πάνω μου φωλιά τ' αηδόνι. Κι όταν με το καλό πάρουν τα πριόνια τους και με κόψουν, να γίνω στρώμα που πάνω του αγαπιέται το ερωτευμένο ζευγάρι.
Μέχρι που είδα την αλήθεια δεν ήξερα τι θα πει χρόνος. Την αυθαίρετη γραμμική ένοια που μόνο δεινά επιφυλάσσει στους αποκλεισμένους. Που υποχρεώνει τη δυσβάσταχτη στιγμή να κρατήσει μια αιωνιότητα. Που κάνει τη γλύκα του αναπάντεχου πυρωμένο σίδερο στο κορμί. Που για να κρατήσεις τη γεύση του στη γλώσσα, το διαστρεβλώνει, του δίνει θεϊκή υπόσταση, το μεταμορφώνει σε δισκοπότηρο βασιλικής γενιάς.
Μα το χειρότερο απ' όλα, η φωτιά που με σιγοκαίει, το κρύο που με μουδιάζει, ο προάγγελος πάντων των κακών, είναι ο συνδυασμός της γνώσης με την σκέψη. Η σοφή δημιουργία φρόντισε να κρατήσει τις ισορροπίες. Όσο ο οργανισμός εξελίσσεται κι επικοινωνεί με το περιβάλλον, τόσο του αφαιρεί τη γνώση. Του δίνει τη φαντασία συντροφιά της σκέψης βοηθώντας τον ν' ανακαλύψει τα πάντα απ' την αρχή. Κάθε ολοκλήρωση του κύκλου κάνει τον κόσμο καλύτερο, κάθε καινούριο ξεκίνημα βήματα προς την τελειότητα.
Εγώ όμως με τα χέρια τεντωμένα δέσμια των σχοινιών του Προκρούστη, σάτιρα και ειρωνία της πραγματικότητάς μου, παίζω μονά-ζυγά, μετράω τα κύματα στην αμμουδιά και καπνίζω, περιμένοντας τον Κύρη μου να λυτρωθεί.
Κουρνιασμένος στη θέση μου περίμενα να εκπληρώσω την αποστολή μου. Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τον πολιτισμό ούτε είχα σαφή εντύπωση για το ίδιο μου το εγώ. Η κατοπινή μου γνώση με ώθησε κάπως αυθαίρετα να συστήνομαι σε αρσενικό πρόσωπο. Η άλλη όψη όμως του νομίσματος της γνώσης είναι η φιλαυτία, ο εγωισμός, ο εγωκεντρισμός και πάει λέγοντας. Μόνο η σοφία ισορροπεί τη ζυγαριά. Η αόρατη ενέργεια, η σιωπηλή ομιλία, η αποκωδικοποίηση του βλέμματος.
Αυτά που διηγούμαι τα ήξερα και τότε. Μόνο που δεν τα συνειδητοποιούσα. Ούτε μπορούσα να τα εκμεταλλευτώ. Με κρατούσαν ήρεμο ανησυχιών να περιμένω τη σειρά μου. Ήμουν ό,τι σπανιότερο υπήρχε στην πλάση. Το δάκρυ της λύτρωσης.
Χαυνωμένος στη νιρβάνα της αναμονής έφερνα ακανόνιστες μικρομετρικές κινήσεις. Εφαπτόμουν με άλλα δάκρυα κι ένιωθα τη ζεστασιά της παρέας στο περιβάλλον. Κάθε επαφή σήμαινε ανταλλαγή πληροφοριών. Τίποτε δεν μου ακουγόταν άγνωστο μα και τίποτα δε μπορούσα να εξηγήσω. Ούτε είχα επιθυμία ν' αναλύω πράγματα. Ο καιρός δεν περνούσε μα δεν ήταν και στάσιμος. Βαθιά μόνο στη σκέψη μου αχνοφαινόταν η διαγεγραμμένη μου πορεία κι ο σκοπός της κατασκευής μου. Η επιτέλεση του έργου μου υπολειπόταν της αφορμής.
Στο υποτιθέμενο κρεβάτι του πόνου που ξαπλώνω τώρα, σ' αυτό που δεν με παίρνει ο ύπνος όταν κλείνω τα μάτια, που πρέπει να πιώ τα ηρεμηστικά των ανθρώπων για να συνεχίσω να ζω, έπεσα μετά από εκείνη τη λανθασμένη εντολή. Την οδηγία που με ώθησε να βγω απ' το δακρυγόνο αδένα και να πάρω την κατηφόρα που τελικά δεν κύλησα. Την αναίρεση της εντολής όταν ήταν πια πολύ αργά. Την ώρα που τεράστιος και καυτός ξεμύτιζα απ' τα βλέφαρα υλοποιώντας το πεπρωμένο μου. Τη στιγμή που μια πνοή δροσιάς μ' ανατρίχιασε και πέρασε μέσα μου το θαύμα της φύσης στη Γη.
Κυριευμένος από δύο αντίθετα συναισθήματα, αυτό της μαγείας για τον κόσμο που γνώρισα και του καθήκοντος να γυρίσω πίσω, έκανα τόπο στο δάκρυ της αναπόλησης και χώθηκα πάλι μέσα. Χωρίς ν' αλλάξει στο παραμικρό, ο αδένας δεν ήταν πια ίδιος. Αντί σαν το σπίτι μου ένιωσα φυλακισμένος. Τι γύρευα εγώ μέσα σ' αυτό το σκοτεινό και στριμωγμένο μέρος; ; Άλλο να πληροφορείσαι για το φως απ' τα κιτάπια σου κι άλλο να έρχεσαι σ' επαφή μαζί του. Κανονικά θα έπρεπε να στάξω στο χώμα. Να με ρουφήξει η ρίζα του διψασμένου δέντρου. Να γίνω κλαράκι που έστησε πάνω μου φωλιά τ' αηδόνι. Κι όταν με το καλό πάρουν τα πριόνια τους και με κόψουν, να γίνω στρώμα που πάνω του αγαπιέται το ερωτευμένο ζευγάρι.
Μέχρι που είδα την αλήθεια δεν ήξερα τι θα πει χρόνος. Την αυθαίρετη γραμμική ένοια που μόνο δεινά επιφυλάσσει στους αποκλεισμένους. Που υποχρεώνει τη δυσβάσταχτη στιγμή να κρατήσει μια αιωνιότητα. Που κάνει τη γλύκα του αναπάντεχου πυρωμένο σίδερο στο κορμί. Που για να κρατήσεις τη γεύση του στη γλώσσα, το διαστρεβλώνει, του δίνει θεϊκή υπόσταση, το μεταμορφώνει σε δισκοπότηρο βασιλικής γενιάς.
Μα το χειρότερο απ' όλα, η φωτιά που με σιγοκαίει, το κρύο που με μουδιάζει, ο προάγγελος πάντων των κακών, είναι ο συνδυασμός της γνώσης με την σκέψη. Η σοφή δημιουργία φρόντισε να κρατήσει τις ισορροπίες. Όσο ο οργανισμός εξελίσσεται κι επικοινωνεί με το περιβάλλον, τόσο του αφαιρεί τη γνώση. Του δίνει τη φαντασία συντροφιά της σκέψης βοηθώντας τον ν' ανακαλύψει τα πάντα απ' την αρχή. Κάθε ολοκλήρωση του κύκλου κάνει τον κόσμο καλύτερο, κάθε καινούριο ξεκίνημα βήματα προς την τελειότητα.
Εγώ όμως με τα χέρια τεντωμένα δέσμια των σχοινιών του Προκρούστη, σάτιρα και ειρωνία της πραγματικότητάς μου, παίζω μονά-ζυγά, μετράω τα κύματα στην αμμουδιά και καπνίζω, περιμένοντας τον Κύρη μου να λυτρωθεί.
Tuesday, March 6, 2007
Orpheus wanna-be
Tiny oh! tiny mine
my sweet and sour adolent vine
my coming ripe and juicy grape
my song I listen to the tape
my heart and soul my golden key
my sun my moon my deepest sea
my life and death my open book
my shinning light I dare to look
my groovy feeling when I dance
my first and last winning chance
my endless dream my fairy-tail
my gentle breeze to lead my sail
my path to climb the highest peak
my med to take when I go sick
my childhood gift my waterbreak
my little one that none can take
my past my present my future time
tiny oh! tiny mine..!
my sweet and sour adolent vine
my coming ripe and juicy grape
my song I listen to the tape
my heart and soul my golden key
my sun my moon my deepest sea
my life and death my open book
my shinning light I dare to look
my groovy feeling when I dance
my first and last winning chance
my endless dream my fairy-tail
my gentle breeze to lead my sail
my path to climb the highest peak
my med to take when I go sick
my childhood gift my waterbreak
my little one that none can take
my past my present my future time
tiny oh! tiny mine..!
Monday, March 5, 2007
Μάζωμα τ' ανέμου
Σκόνη σκέπασε την πλώρη
αλατισμένος ο καιρός
τ' ονείρου τ' άσχημου η κόρη
χορεύει στης γραμμής το φως.
Μάζωμα τ' ανέμου
Γλάροι λευκοί τη συνοδεύουν
καθώς λυγάει το κορμί
τ' αραχνοϋφαντα της παίρνουν
στα όρτσα στήνουν το πανί.
Μα δεν φυσάει.
Μάζωμα τ' ανέμου.
Ουλή στιλπνή στο σκούρο δέρμα
στο στήθος έξω αριστερά
ορκίστηκε να βάλει τέρμα
κολύμπι στα βαθιά νερά.
Μα δεν το κράτησε.¨
"Ό.τι κι αν θέλεις ζήτησέ μου
μονάχα μη με κάνεις Θε μου
μάζωμα τ' ανέμου."
Μοίρα καλή σαν τον ακούει
αύτανδρο στέλνει το σκαρί
αλλά του Κόλπου το ποτάμι
το παρασέρνει εδώ κι εκεί
μάζωμα τ' ανέμου.
Κι ούτε μια πλάκα, μήδ' επιγραφή.
Μάζωμα τ' ανέμου.
αλατισμένος ο καιρός
τ' ονείρου τ' άσχημου η κόρη
χορεύει στης γραμμής το φως.
Μάζωμα τ' ανέμου
Γλάροι λευκοί τη συνοδεύουν
καθώς λυγάει το κορμί
τ' αραχνοϋφαντα της παίρνουν
στα όρτσα στήνουν το πανί.
Μα δεν φυσάει.
Μάζωμα τ' ανέμου.
Ουλή στιλπνή στο σκούρο δέρμα
στο στήθος έξω αριστερά
ορκίστηκε να βάλει τέρμα
κολύμπι στα βαθιά νερά.
Μα δεν το κράτησε.¨
"Ό.τι κι αν θέλεις ζήτησέ μου
μονάχα μη με κάνεις Θε μου
μάζωμα τ' ανέμου."
Μοίρα καλή σαν τον ακούει
αύτανδρο στέλνει το σκαρί
αλλά του Κόλπου το ποτάμι
το παρασέρνει εδώ κι εκεί
μάζωμα τ' ανέμου.
Κι ούτε μια πλάκα, μήδ' επιγραφή.
Μάζωμα τ' ανέμου.
Sunday, March 4, 2007
Φόνος
Σελήνη λευκή - παράθυρο κορνίζα
αύρα νυχτερινή - ονειροπαγίδα
σκιών ζωντάνεμα, αυλικός χορός
λιανό φυσάει κερένιο φως
μαχαίρι ατσάλινο - δαμόκλεια σπάθη
χέρι γάντι, από τα ύψη στα βάθη
κρεβάτι έπιπλό - Ινδίας ξύλο
σεντόνι σκέπασμα - μετάξι Σινικό
κορμί σε ύπνο - της Εύας μήλο
ανάσα γάργαρη - θανατικό
αύρα νυχτερινή - ονειροπαγίδα
σκιών ζωντάνεμα, αυλικός χορός
λιανό φυσάει κερένιο φως
μαχαίρι ατσάλινο - δαμόκλεια σπάθη
χέρι γάντι, από τα ύψη στα βάθη
κρεβάτι έπιπλό - Ινδίας ξύλο
σεντόνι σκέπασμα - μετάξι Σινικό
κορμί σε ύπνο - της Εύας μήλο
ανάσα γάργαρη - θανατικό
Subscribe to:
Posts (Atom)