Saturday, June 30, 2007

Δυο φεγγάρια τον Ιούνη

Όσο περίμενα σχεδίαζα
ήρθα νωρίς σκεπτόμουν
και βύζαινα ελπίδα
ξομολογιόμουν του φεγγαριού
τα φύλλα της ψυχής

μα η άδεια θέση δίπλα μου
του ανεκπλήρωτου η αλήθεια
έστειλαν την περηφάνια ξυπόλητη

το κλαρί λύγισε στο χέρι
η γλώσσα μάτωσε στο στόμα
κι έφυγα με το κεφάλι γυρτό

πανσέληνος Ιούνη και δεν ήρθες
τα ταμένα πέθαναν
τα όνειρα έμειναν τέτοια
και το βιαστικό συμπέρασμα με κράτησε βουβό

άφησε τη σκέψη να σε πυρπολήσει
όπως έκανες κι εσύ 29 μέρες μετά
που η μοναξιά σου περίμενε την απουσία μου.

Wednesday, June 27, 2007

Σκαλιστήρι.

Τις τελευταίες μέρες πηγαίνω στη δουλειά άυπνος από τη ζέστη.
Είμαι πτώμα, τα βλέφαρα βαραίνουν και ο ύπνος μ' επισκέπτεται το πολύ μισή ώρα.
Η φάση διαιωνίζεται ήδη τρεις μέρες.
Έτσι μου ήρθε κατακούτελα να σηκώσω δυο αποσπάσματα από ένα παλιότερό μου γραπτό.



Ήταν Δόκιμος Πλοίαρχος στο πρώτο καράβι που πάτησε το πόδι του για δουλειά. Τον «Κωνσταντίνο». Γκαζάδικο. Σαπίλα τουρμπινάτη. Έδεναν το πλοίο στο «Bandar-Homeini» της Περσίας, παραμονές του Ιρανό-Ιρακινού πολέμου. Τότε όμως δεν κούναγε φύλλο. Ήταν η κάλμα πριν την καταιγίδα.
Η ζέστη θανατερή. Ο ήλιος τους βάραγε στο δόξα πατρί. Το κεφάλι καζάνι που έβραζε. Στη σκιά και δεν άντεχες. Έτρεχες σαν τον τρελό δεξιά-αριστερά χωρίς λόγο. Παρακάλαγες θεούς και δαίμονες να σε λυτρώσουν απ’ το μαρτύριο.
Είχε το μπλουζάκι στερεωμένο στο κεφάλι με τα μανίκια πιασμένα κόμπο στο σβέρκο. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Τα μόνα του φορέματα ήταν εκείνα τα παλιοπάπουτσα με την τρύπα στην αριστερή σόλα, το jean σορτσάκι και τα εργατικά του γάντια.
Οι παλάμες και τα δάκτυλα είχαν βράσει μέσα στα γάντια και πότιζαν το βαμβακερό ύφασμα. Ήθελε να τα βγάλει. Δεν το έκανε όμως γιατί δεν είχε ακόμη αποτρελαθεί. Ο Γραμματικός, τον είχε βάλει να μαϊνάρει το συρματόσχοινο ασφαλείας απ’ τη δεξιά μάσκα.
Το πολυκαιρισμένο σύρμα όμως ήταν σάπιο κάτω απ’ το γράσο που το είχαν αλείψει και οι σπασμένες ατσάλινες σκλήθρες δεν φαίνονταν. Έδιναν όμως το παρόν καθώς γρατζούναγαν τη δερμάτινη επικάλυψη των γαντιών στην παλάμη την ώρα που το μαϊνάριζε.
Ο ουρανός πεντακάθαρος κι ο ήλιος ντάλα. Όταν βάρεσε st. by. και το τσούρμο τράβηξε πλώρα-πρύμα να δέσει το καράβι, το θερμόμετρο έδειχνε 52 βαθμούς υπό σκιάν. Η χειρότερη μέρα απ’ όταν έφτασαν. Τα σίδερα είχαν φουσκώσει, οι σκουριές είχαν σκάσει, τα γράσα είχαν γίνει λάδια κι έσταζαν από παντού. Μόνο οι ανθρώπινες μηχανές ψάρεψαν κουράγιο και φιλότιμο να συνεχίσουν τη δουλειά. Γιατί μόνο το κουράγιο και το φιλότιμο, μπορούσαν να δώσουν σπινθήρα στο καύσιμο της ανθρώπινης μηχανής κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Ο ιδρώτας το έσκαγε μέσα απ’ τα μάτια του. Με ρυθμούς ιλιγγιώδεις το κορμί του σούρωνε. Οι ακτίνες του ήλιου, σαίτες που διαπερνούσαν τα πάντα. Έμπαίναν απ’ τη μια μεριά του κεφαλιού κι έβγαιναν απ’ την άλλη. Από ένστικτο, έσκυψε το κεφάλι μπας κι αποφύγει τις σαϊτιές. Του κάκου. Σήκωσε το γυμνό μπράτσο να σκουπίσει το πρόσωπό. Οι ιδρώτες αγκαλιάστηκαν.
( Άμε στο διάβολο ! )



Ταξιδεύαμε χειμωνιάτικα τον Βόρειο Ειρηνικό από την Ιαπωνία στην Αμερική. Ο καιρός λυσσασμένος, έψαχνε για θύματα. Μας είχαν πιάσει δυο απανωτά χαμηλά, το ένα πιο φουριόζικο απ’ το άλλο. Στην εναλλαγή των βαρομετρικών, μάς γυρνάει τον καιρό στα όρτσα να σπάσει το καράβι. Είχαμε μια βδομάδα να δούμε τα κρεβάτια μας. Αν μας ρώταγες τι σημαίνει σεντόνι, θα σου λέγαμε πως η λέξη μάς είναι άγνωστη. Μια βδομάδα όρθιοι με κατακόκκινα μάτια, θολό μυαλό και τα χέρια σχοινιά, να μας δένουν στ’ απανταχού ρέλια.

Monday, June 25, 2007

Γαμώτο σου.

Λέξεις ριγμένες στο χαρτί
ταινίες στο πανί τ’ ουρανού
οπτασίες που ακροβατούν στο κύμα
τι να μου κάνουν

γεμίζω το τρύπιο ποτήρι
μ’ αίμα που δε ρέει
κοιμάμαι σε μονό στρώμα
και στα όνειρα σου κάνω χώρο

καταπίνω τα βότσαλα που πάνω τους κυλιόσουν
κόκκινο σπαθί στη στάση της μορφής σου

κι η μυρωδιά σου στέκεται στο βαλσαμωμένο χέρι
που σ’ άγγιξε στερνό.

Saturday, June 23, 2007

Pearl in the sheet.

Ό,τι αγαπώ, το μαθαίνω ή το ανακαλύπτω.

Sunday, June 17, 2007

Όταν

Όταν ήσουν μελαχρινή με μάτια μαύρα
μαθαίναμε τα τερτίπια του κορμιού

όταν ήσουν ξανθή με πράσινα μάτια
κάναμε έρωτα μόνο την τελευταία φορά

όταν ήσουν μελαχρινή με πράσινα μάτια
κάναμε έρωτα μόνο τα δυο πρώτα χρόνια

όταν ήσουν ξανθή με μπλε μάτια
κάναμε μόνο έρωτα

όταν ήσουν καστανή με μάτια μελιά
… έχει ομίχλη δε μπορώ να δω
ή μπορεί και να φοβάμαι…

Thursday, June 14, 2007

Πάει...

Πόσο χρήσιμος είναι ο λαιμός ενός σπασμένου μπουκαλιού; Πώς να βγάλει τ’ όπλο απ’ τον ώμο ο μολυβένιος στρατιώτης και να υπερασπιστεί τη μπαλαρίνα απ’ τη ζήλια του κλόουν; Που να προσγειώσει ο σκαραβαίος το αλεξίπτωτο; Απ’ τη μέση και πάνω ή απ’ τη μέση και κάτω;
Είναι θέμα αισθητικής. Των υλικών που είσαι φτιαγμένος. Ο τρόπος που σκέφτεσαι και τη βλέπεις. Η ανάγκη να λύσεις τον κόμπο που δένει το στομάχι κι η επιθυμία να κατεβάσεις τους παλμούς. Η συνταγή για το πάρκινσον των χεριών, των ποδιών και του σαγονιού. Όσο προσπαθείς να τα κρύψεις, να τα πλακώσεις με την πέτρα, να τα κρατήσεις ακίνητα, κρυμμένα απ’ τα μάτια και τις κεραίες της, τόσο συσπώνται, αναρριχώνται, βγάζουν κεφάλι και παρουσιάζονται μπροστά της με πλήρη αρματωσιά.
Της δίνεις το δικαίωμα ν’ ανοίξει το καπάκι μέσα της και να τινάξει τον συσπειρωμένο κλόουν που κρύβει στην ψυχή της. Να φας την κουτουλιά στο δόξα πατρί κι όπου πέσεις.
Έχει σημασία; Καμία. Η πτώση είναι πτώση κι η μάχη χαμένη. Σηκώνεις τα χέρια, παραδίδεις τα όπλα και ξηλώνεις τα γαλόνια. Τα προτερήματα που σε τρέφουν και κάνουν τη θεωρία πράξη. Την τελική ώθηση να της μιλήσεις, να την κοιτάξεις με τρόπο, να ζωγραφίσεις ένα μισοχαμόγελο στα χείλη και να πεις τις λέξεις που θ’ ανάψουν το φούρνο για το ζέσταμα του χυλού.
Μιλάς και νοιώθεις εκ πείρας. Το έχεις προσπαθήσει μια φορά κι η αφεντιά της σου έδειξε το μονοπάτι του γκρεμού. Εκείνη η φορά όμως δεν πιάνει. Ήταν η γενική πρόβα με κουστούμια και τα όλα της, αλλά χωρίς κοινό.
Το επόμενο κεφάλαιο ήταν διαφορετικό. Είχε πρωταγωνίστρια τη βασιλοπούλα του παραμυθιού. Εκείνη που κατάφερε να συνασπίσει τις καλομοίρες και τις μάγισσες, να της προσφέρουν τα καλά Ουρανού και Γης.
Της πήρε έξι αιώνες να μου μιλήσει. Να ρωτήσει πόσο μεγάλα ήταν τα πνευμόνια μου. Πως γίνεται οι υπόλοιποι να σέρνονται εξουθενωμένοι, την ώρα που εγώ συνέχιζα να καταπίνω απτόητος τα χιλιόμετρα. Αν έφταιγε το κατεβασμένο μου κεφάλι για να μειώνω την αντίσταση του αέρα.
Απ’ εκείνο τ’ όνειρο δεν ξύπνησα ακόμη. Ούτε και πρόκειται. Οδήγησα τ’ αλεξίπτωτο απ’ τη μέση και πάνω. Την τάιζα το παγωτό και της φιλούσα τα χείλη σα να ήταν η τελευταία φορά. Της χάιδευα τα μαλλιά και την παρακαλούσα να τα μακρύνει για να χαϊδεύω αιώνια. Σαν κουραζόταν να την κοιτώ, έπλεκε τα πόδια της γύρω μου και τρίβαμε τ’ αυτιά μας. Της αγκάλιαζα τη μέση, οδηγούσα τις παλάμες στους ώμους και ρούφαγα τις αποπνοές του λαιμού της.
Μια μέρα, αναγκάστηκε να φέρει μαζί τα γκρενά και πρησμένα της μάτια. Βαστούσε το χαρτί της NASA, που μετέθετε τον πατέρα της στο τμήμα τηλεμετρίας. Ζήτησε να μου προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό της. Να μεταφέρει την ευθύνη πάνω μου, να την αναζητήσω μόλις τελειώσω το σχολείο. Να καβαλήσω τ’ αεροπλάνο και να προσγειωθώ στη Νέα Γη.
Κι αντί να εισβάλω στο χωράφι με τις κερασιές, να σκαρφαλώσω στο δέντρο και ν’ αφήσω το γεμάτο στόμα να ξεχειλίσει τους χυμούς, έγινα σκαραβαίος. Χώθηκα στην τρύπα μου και ζωγράφισα τους τοίχους με τη μορφή της.

Tuesday, June 12, 2007

Μοναξιά

Τον τελευταίο καιρό βρήκα λόγο να χαίρομαι

να ευλογώ τις συνήθειες που μας χώρισαν τους δρόμους

όπως χώρια είχαμε τα καλάθια με τα λερωμένα


κάτι μ’ έπιασε και σήκωσα το καπάκι του καλαθιού σου


είδα την πετσέτα που είχες αφημένη

ν’ ακουμπούν τα ρούχα σου σε μαλακό βαμβάκι


πήρα να την πλύνω και φάνηκε το άσπρο μου μπλουζάκι


αυτό που φόραγες στον ύπνο

τότε που μ’ αγαπούσες


αυτό που αγκάλιαζα και μέσα του περίσσευες


αυτό που έψαχνα την άκρη του

να σύρω το χέρι πάνω απ’ την καρδιά σου


κουρνιασμένο στις παλάμες

τώρα περισσεύει εκείνο


εκείνο που το πρόσωπο έχει για μαξιλάρι.

Monday, June 11, 2007

Κάτι τρέχει στα γύφτικα

Μεσ’ από τη ντρύπα μου σου γράφω το τραγούδι
όχι την από πίσω μου αλλ’ αυτή με το φεγγίτη
που το μικρό δωμάτιο μετάτρεψα σε σπίτι
κι οι ξένοι όλοι πέρδονται πίσω απ’ το πατζούρι

σεμνότυφη κι αμέριμνη μεστή περικοκλάδα
που βγάζεις τα μπαλκόνια σου βόλτα με το καρότσι
έλα να τα κάνουμε τάτσι μίτσι κότσι
και κόβω εγώ για χάρη σου σκόρδο και φασολάδα

με όλη τη μασέλα μου σε φίλησα κοκόνα
που έπεσε στον κόλπο σου και έμεινα φαφούτης
βλαστήμησα την τύχη μου που μ’ έχει του χεριού της
το χέρι μέσα έχωσα βαθιά ως τον αγκώνα

για χάρη σου τη ζήση μου την έκανα μαντάρα
και αι ντομάται έμειναν απούλητες στο Datsun
τα χόρτα μου μαράθηκαν τ’ αγγούρια θα χαλάσουν
κι αντί με τ’ αυτεκίνητο θα τριγυρνώ με κάρα.

Friday, June 8, 2007

Αποδομή

Σήμερα τα έβαλα με όλες σας
άρπαξα την αφορμή
και σας έντυσα τα ίδια ρούχα

νάχει το βλέμμα μου γαλήνη
να μη σκοτίζεται ο νους
να μην πονάει το μέσα

σήμερα έγινα θεός
σας δημιούργησα απ’ την αρχή

σήμερα ίσως έκανα λάθος
να μην ξέρω ακόμη τον τρόπο

σήμερα έμεινα μόνος.

Sunday, June 3, 2007

Μεταδοτικό

Είναι απλό.
τεντώνεις τα χείλη χαλαρά
και τ’ ακρόχειλα κοιτούν επάνω

αφήνεις τα μάτια να λάμψουν
εκείνη την ευχάριστη γυαλάδα

χαμόγελο το λένε

ξέρεις…
δεν είναι καινούριο φρούτο

ίσως σήμερα πικρίζει
να είναι στυφό

μα κάποτε
το πρόσφεραν σε δαντελωτό πιατάκι
μ’ ασημένιο κουταλάκι του γλυκού
και δροσερό νερό στο πλάι

κάποτε
τον καιρό της παράδοσης
τον αιώνα της εμπιστοσύνης
τα χρόνια της υπομονής

την εποχή του χαμόγελου.


---------------------------------

Σου μοιάζει το πρωί.
αν είναι κρύο μοιάζει μ’ αποχαιρετισμού
εκείνου του πρόσκαιρου αντίο
που κάνει την προσμονή δημιουργική

αν είναι ζεστό μοιάζει μ’ αγάπης
εκείνης της επιθυμίας να γκρεμίσουν όλα
παρά τα μάτια να κοιτάξουν αλλού

σου μοιάζει κι η νύχτα
που με τα φώτα της σου παίρνει το μυαλό
που σε ταξιδεύει εκεί που θες να πας
που με τ’ αστέρια της σε κάνει να ονειρεύεσαι
να χτίζεις καινούριους κόσμους
να βάζεις τα πάντα στη θέση που ανήκουν

μα για να πω την αλήθεια
δε μοιάζουν με σένα

με το χαμόγελό σου μοιάζουν…

Friday, June 1, 2007