Η Δήμητρα κάηκε σαν άλλη Τροία. Ή μήπως την πυρπόλησε ο ίδιος; Το παιχνίδι με τον πλάγιο λόγο και την ενεργητική φωνή ήταν πάντα επικίνδυνο.
Στην πρώτη περίπτωση, η φωτιά φάνταζε με αυτοκαταστροφική διάθεση. Το ανελέητο κυνηγητό των διφορούμενων σκέψεων. Η αφόρητη πίεση που σε σπρώχνει να κάνεις ανήκουστες πράξεις. Αν είσαι δυνατός θα βρεις τον τρόπο ν’ αντεπεξέλθεις. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα είναι προϊόν ελευθερίας βούλησης.
Η δεύτερη περίπτωση τον κάθιζε στο εδώλιο. Στην αγαπημένη του θέση. Εκεί που δικηγόρος υπεράσπισης και κατηγορούμενος μαζί, ξεδίπλωνε τις διαλεκτικές του αρετές. Την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του.
Βγαίνοντας, η πόρτα του διαμερίσματος έμεινε ανοικτή. Άκουσε τον γδούπο της πτώσης στο πάτωμα. Έτσι και γύριζε να την συνεφέρει, να της δώσει ένα ποτήρι νερό, θα υπέγραφε την καταδίκη του. Το ζεστό συναίσθημα δεν έπρεπε να τον επηρεάσει. Αν πισωπάταγε, θα ήταν υποχρεωμένος να μείνει.
Πήρε να κατεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο.
Αφού της το είπε απ’ την αρχή. Την προειδοποίησε όσο ήταν ακόμη νωρίς. Απ’ αυτήν δεν ήθελε, ούτε ήλπιζε τίποτα. Τελεία και παύλα. Προορισμός του ήταν η συνέχιση του ταξιδιού. Ευχαρίστησή του, το αέναο της κίνησης. Μια στάση έκανε δίπλα της να ξαποστάσει.
Εκείνη όμως έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Σαν άλλος Θεός ζήτησε να τον αλλαξοπιστήσει. Έπιασε να συγγράψει τη δική της εκδοχή για το δικό του μέλλον. Πάτησε τέλος στ’ αγκάθια κι ησύχασε.
Όπως τα σκεπτόταν, του ήρθε η φαεινή. Αυτός παρέδιδε περισσότερα μαθήματα από αυτά που έπαιρνε. Αρκεί οι μαθητές να τα εμπέδωναν. Έδεσε το σάκο του στη μηχανή και προσπάθησε να χαλαρώσει. Στο κάτω της γραφής, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος. Οι καταστάσεις τον επηρέαζαν κι αυτόν. Καβάλησε κι έβαλε μπροστά. Ευχήθηκε πραγματικά, το βιβλίο του Καζαντζάκη που της άφησε δώρο, να συνηγορήσει υπέρ της θέσης του.