Γιατί τα συλλογίζομαι?
μπούμερανγκ ξυραφιασμένα οι σκέψεις
κι εγώ δειλός αίρω το χέρι
αντί να προτάξω την καρωτίδα
απολιθωμένες χαρακιές να σέρνω
στην Ανταρκτική του Scott
κακοτεχνία για τον αρχαιολόγο
προφητεία για τον ονειρευτή
οι σοφοί συγκρίνουν τα γένια τους
στη δική μου πλάτη
ευχόμενοι να έχω έντεκα δάκτυλα
μήπως γλιτώσουν την καινούρια μανέστρα
κι η αρχή που τέλειωσε κι αυτή
μα όπου να ‘ναι ξαναρχίζει
βότσαλο στον ωκεανό
που θα πνίξει τα Ιμαλάια
ουαί τοις ηττημένοις
βαβαί τοις κοιμωμένοις
παπαί τοις βολεμένοις
ευσεβής πόθος να κοντύνει
το επόμενο σκαλοπάτι.
Friday, December 28, 2007
Saturday, December 22, 2007
Φακός
Άδεια παλάμη πέλμα τραχύ
παλμός του πάνω δρόμου
παλλάδα ομίχλη σέρνεται
στ’ ακρώρεια του κόσμου
πέτρα με φως λαμπρό παιδί
προσωρινός νοικάρης
ψιλά στο δρόμο σκόρπισε
να σκύψεις να τα πάρεις
κι αφού το χρέος έκανε
που τέτοιο δεν το είχε
αντί στην κλίνη να χαθεί
στη ρότα ξαναβγήκε
μην τύχει και ονειρευτεί
πως λόγο έχει να δώσει
τη σφαίρα βόλτα έφερε
την Κίρκη να σκοτώσει.
παλμός του πάνω δρόμου
παλλάδα ομίχλη σέρνεται
στ’ ακρώρεια του κόσμου
πέτρα με φως λαμπρό παιδί
προσωρινός νοικάρης
ψιλά στο δρόμο σκόρπισε
να σκύψεις να τα πάρεις
κι αφού το χρέος έκανε
που τέτοιο δεν το είχε
αντί στην κλίνη να χαθεί
στη ρότα ξαναβγήκε
μην τύχει και ονειρευτεί
πως λόγο έχει να δώσει
τη σφαίρα βόλτα έφερε
την Κίρκη να σκοτώσει.
Sunday, December 16, 2007
Επί της γης.
Ο παράδεισος είναι εδώ
κρύβεται στην αγωνία μου να σε κατακτήσω
στο τσάι που με κέρασε τ’ αφεντικό
όταν με παγωμένα χέρια γέμιζα ρεζερβουάρ
στη χιονόμπαλα που μου έριξες
στην σκανταλιά μου να βραχώ όταν έπαιζα στην αμμουδιά
ενώ μου φώναζες να μείνω στεγνός
στο φυλλομέτρημα του ανέμου
στο μουρμούρισμα του κύματος
στην κρύα καλοκαιρινή μπύρα
στο ζεστό σου κορμί
και στο παράπονό σου πως έχεις δροσερό ποπό
στο δείλι, στην ανατολή
στο πεπονόσχημο φεγγάρι
που γεμίζει με την αγωνία μου να σε κατακτήσω.
κρύβεται στην αγωνία μου να σε κατακτήσω
στο τσάι που με κέρασε τ’ αφεντικό
όταν με παγωμένα χέρια γέμιζα ρεζερβουάρ
στη χιονόμπαλα που μου έριξες
στην σκανταλιά μου να βραχώ όταν έπαιζα στην αμμουδιά
ενώ μου φώναζες να μείνω στεγνός
στο φυλλομέτρημα του ανέμου
στο μουρμούρισμα του κύματος
στην κρύα καλοκαιρινή μπύρα
στο ζεστό σου κορμί
και στο παράπονό σου πως έχεις δροσερό ποπό
στο δείλι, στην ανατολή
στο πεπονόσχημο φεγγάρι
που γεμίζει με την αγωνία μου να σε κατακτήσω.
Sunday, December 9, 2007
Θυμάσαι ?
Θυμάσαι που γελάγαμε?
Δυο όμορφα παιδιά να βρεθούμε στις Κυκλάδες
να διαλέξουμε τον ίδιο έρημο βράχο
να βουτάμε στ’ αστραφτερά νερά
και το ξανθό φως να μας κάνει διάφανους?
Με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια στο πλευρό
να σαρώνουμε το βυθό
ν’ ανακαλύψουμε τα όστρακα που στο λαιμό κρεμάσαμε?
Που σε είπα Ariel, με ονόμασες Τρίτωνα
μα το είδος μας χάθηκε
επειδή με τους χυμούς μας ταΐζαμε τα ψάρια?
Γι’ αυτό ασχημαίνει ο κόσμος
γιατί πολλαπλασιάζεται σε σκοτεινά δωμάτια
να μη βλέπει ο ένας τα στίγματα του άλλου
σιωπηλός να φοβάται την έκθεση
κι ενίοτε να κλεφτοκοιτάει το παραχωμένο όστρακο.
Δυο όμορφα παιδιά να βρεθούμε στις Κυκλάδες
να διαλέξουμε τον ίδιο έρημο βράχο
να βουτάμε στ’ αστραφτερά νερά
και το ξανθό φως να μας κάνει διάφανους?
Με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια στο πλευρό
να σαρώνουμε το βυθό
ν’ ανακαλύψουμε τα όστρακα που στο λαιμό κρεμάσαμε?
Που σε είπα Ariel, με ονόμασες Τρίτωνα
μα το είδος μας χάθηκε
επειδή με τους χυμούς μας ταΐζαμε τα ψάρια?
Γι’ αυτό ασχημαίνει ο κόσμος
γιατί πολλαπλασιάζεται σε σκοτεινά δωμάτια
να μη βλέπει ο ένας τα στίγματα του άλλου
σιωπηλός να φοβάται την έκθεση
κι ενίοτε να κλεφτοκοιτάει το παραχωμένο όστρακο.
Sunday, December 2, 2007
Σοφίτα
Διάλεξα σοφίτα κλασσική
με ξύλινη τρίγωνη σκεπή κι αράχνες
πειρατικό μπαούλο κέδρινο
με μπρούτζινα δεσίματα μπορντούρα
να σβήνει στου φεγγίτη το φοβισμένο φως
κατά λάθος εξεπίτηδες μου ήρθε
να σπρώξω στου σεντουκιού το ανοιγμένο στόμα
το λυχνάρι που πάλιωνε τις μνήμες
και των σκιών ζωγράφιζε τα χνάρια
κι έτσι παρμένος και κουτός
με πέντε βήματα μπροστά και άλλα τρία πίσω
τις τάφρους εξομοίωσα κατέβασα τα τείχη
για να μπορούν τα δάκτυλα σελίδες να γυρίσουν
μ’ απ’ όλα το χειρότερο
σα δήθεν τ’ αγνοούσα
ήταν που…
οι χαρούμενες στιγμές με κάνανε να κλάψω.
με ξύλινη τρίγωνη σκεπή κι αράχνες
πειρατικό μπαούλο κέδρινο
με μπρούτζινα δεσίματα μπορντούρα
να σβήνει στου φεγγίτη το φοβισμένο φως
κατά λάθος εξεπίτηδες μου ήρθε
να σπρώξω στου σεντουκιού το ανοιγμένο στόμα
το λυχνάρι που πάλιωνε τις μνήμες
και των σκιών ζωγράφιζε τα χνάρια
κι έτσι παρμένος και κουτός
με πέντε βήματα μπροστά και άλλα τρία πίσω
τις τάφρους εξομοίωσα κατέβασα τα τείχη
για να μπορούν τα δάκτυλα σελίδες να γυρίσουν
μ’ απ’ όλα το χειρότερο
σα δήθεν τ’ αγνοούσα
ήταν που…
οι χαρούμενες στιγμές με κάνανε να κλάψω.
Subscribe to:
Posts (Atom)