Tuesday, January 29, 2008

Η δόκιμος.

Πρέπει να έβαλε υγρασία μετά τις δυο. Το χαλίκι είναι νοτισμένο και μου δροσίζει τον πισινό. Φαντάζομαι τη στάμπα στο σορτσάκι. Αυτό που θα ήθελα τώρα, είναι να κυκλοφοράω ξυπόλητος στην πόλη με το σημαδεμένο στον κώλο κοντοβράκι. Να είχα έναν αόρατο καταγραφέα ζήλιας και καταφρόνησης. Να μέτραγα πόσοι θα ήθελαν να είναι στη θέση μου και πόσοι θα με σιχτίριζαν. Πόσα βλέμματα θα μέλωναν και πόσα θ’ αηδίαζαν. Όση τρέλα και να κουβαλάνε στο κεφάλι τους, να είναι χαμένοι στον κόσμο της τρεχάλας για το κερδισμένο λεπτό, το ίδιο που θα σπαταλήσουν σε κάποια άλλη ανούσια μαλακία, κάτι τέτοια τα προσέχουν. Είτε στέκονται στο φανάρι όταν περνάς είτε προχωράνε πίσω σου, το μάτι πέφτει εκεί που πρέπει. Σα να βάζει τον αυτόματο πιλότο. Αφού έχει μάθει το δρομολόγιο και βγάζει τη διαδρομή κάλλιστα κλειστό όπως οι τυφλοί ακολουθούν το στάνταρ μονοπάτι κι αλίμονο αν κάποιος παπάρας πάρκαρε το αμάξι στο στενό ούτως ή άλλως πεζοδρόμιο, ο βρεγμένος μου κώλος θα παίξει το ρόλο του παράνομα παρκαρισμένου στο μάτι του περαστικού. Μετά, το βλέμμα τους θα πέσει στο σουλούπι μου. Αν είμαι ψηλός αδύνατος και ξανθός, υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Ξέρουν πως εμείς οι βόρειοι δουλεύουμε σκληρά και την έχουμε ανάγκη λίγη ανεμελιά. Αν όμως είμαι μελαχρινός, σχετικά κοντός και τρίχας ποιος με σώζει.
Είμαι όμως εδώ και η μέρα ξημερώνει με υποσχέσεις. Άσχετα τι ώρα βαραίνουν τα μάτια, το βιολογικό μου ρολόι με σκουντάει πάντα πριν την ανατολή. Ο καιρός είναι γλυκός και η υγρασία λάμνει δυτικά. Στο βάθος, τα συννεφάκια που έκλεψε ο αναδυόμενος από τη θάλασσα ντύνονται πορτοκαλιά. Τα φιδάκια του ίχνους του στο νερό στραφταλίζουν και το αρνητικό του ψαρά που επιστρέφει στη σκάλα τα κόβει εκεί που οι ρότες τους συναντιόνται. Το κορμί του ήλιου στραγγίζει από τις τελευταίες σταγόνες και λίγο πριν αποχωριστεί τον ορίζοντα φτιάχνει μια βάση στην οποία θα ήθελα να καθίσει για πάντα και να τελειώσει ο χρόνος αυτή τη στιγμή. Τέτοιος γυρολόγος που είναι όμως προτιμάει τη συνεχή δόξα. Ν’ ανατέλλει ανελλιπώς πίσω από θάλασσες βουνά και πεδιάδες, να λιώνει χιόνια, να πίνει ανάλατο νερό, να με υποχρεώνει να ξυπνάω κάθε πρωί να του κάνω ρεβεράντζες και ν’ αφήνει το βλέμμα μου πεινασμένο μέχρι την επαύριο. Τι να του κάνω όμως? Να του βάλω πρόστιμο? Κι αν δε φανεί στην εφορία να το πληρώσει να του προσθέσω τόκους υπερημερίας και να του κατασχέσω τον ουρανό και το ιπποκίνητο?
Τρίτη μέρα στις διακοπές και η Μυρτούλα δείχνει να το έχει πάρει καλά. Είναι νωρίς ακόμη να κρίνω, αλλά δεν γκρίνιαξε για το πετραδάκι που έχωσα κρυφά κάτω απ’ τη μεριά του sleeping bag της. Κουνήθηκε μια-δυο φορές μήπως φέρει το κορμί της σε σημείο που δεν την κόβει και πιθανόν να τα κατάφερε. Εγώ έκανα πως κοιμήθηκα αμέσως και ήθελα να δω αν θα με ξύπναγε για να σηκώσουμε τον απλωμένο σάκο να καθαρίσουμε από κάτω. Άχνα δεν έβγαλε το καημένο.
Δεν ξέρω ακόμη. Το βλέμμα της δείχνει εμπιστοσύνη. Μπορεί να κάνει υπομονή όμως επειδή χαίρεται το πήδημα. Αυτή την ιδιομορφία την έχουν. Όταν στην αρχή τις κρατάς ευχαριστημένες βάζουν τις απαιτήσεις τους στην άκρη. Άμα περάσει ο καιρός και σιγουρέψουν την ευχαρίστηση του κορμιού, ξεκινούν να βάζουν όρους απ’ το παράθυρο. “Μήπως θα έπρεπε έτσι? Μήπως θα έπρεπε αλλιώς”?
Η Ιστορία πάντα δείχνει. Πώς ν’ αδικήσεις την καινούρια για τα καμώματα της προηγούμενης? Να τη βάλεις στο ίδιο ράφι? Οφείλεις να πασάρεις το διαγώνισμα ξανά και ξανά. Πιθανόν να κάνουν κι αυτές τα ίδια. Όταν τα κουβεντιάζουν με τις κολλητές τους τι λένε δηλαδή? Πόσα γκολ έβαλε ο Κοβάσεβιτς? Εμάς ξετινάζουν απ’ όλες τις μεριές.
Μόνο που το κολλητιλίκι άλλο ρόλο παίζει σ’ εμάς κι άλλο σ’ αυτές. Προσωπικά δε θυμάμαι κάποιον καρδιακό να μου πήδηξε τη γκόμενα. Αυτές όμως σκυλιάζουν να σε αρπάξουν από τα νύχια της φιλενάδας τους. Εκείνες που σεβόμουν δεν τις τα φόρεσα ποτέ. Μερικές που ήταν να πάρουν δρόμο, τις την έκανα με την υποτιθέμενη κολλητή. Μόνο μια φορά τις έπαιρνα κι αυτή από πίσω. Δεν έβγαζαν άχνα. Στη μανία τους να κλέψουν το τρόπαιο, ούτε που έβλεπαν από πού τους ερχόταν. Μετά γινόμουν Λούης και τις άφηνα να βγάλουν συμπέρασμα. Προφανώς θα γινόταν πιο σκύλες απ’ ό,τι τις άφησα αλλά ας προσέχανε. Το μυαλό όποιος μας το έδωσε, το έκανε για να σκεφτόμαστε σφαιρικά. Να λέμε μήπως έτσι ή μήπως αλλιώς? Αν συμφέρει στον μικροπολιτικό μας κόσμο να ρίξουμε το βάρος στον διπλανό με τα μάτια κλειστά ας το κάνουμε. Πρόσφορο θα ήταν όμως να το βασανίσουμε πριν καταδικάσουμε οποιονδήποτε.
Η Μυρτώ τέλος πάντων ξεκίνησε με το δεξί. Ακόμη δεν την έχω ρίξει στα βαθιά. Αυτό θα γίνει αν όλα πάνε καλά, του χρόνου. Προς το παρόν την έφερα κάπου σχετικά πολιτισμένα, γιατί η ελίτσα που φύτεψα πριν εφτά χρόνια στην άκρη του πουθενά νοείται πολιτισμός. Όταν πιάνει ντάλα μεσημέρι χώνεται κάτω απ’ τη μικρή σκιά και ψευτοδροσίζεται. Χτες την πρόσεξα. Κουρασμένη να μπαίνει στη θάλασσα όποτε καιγόταν απ’ τον ήλιο, προτίμησε να συρθεί κάτω απ’ την ελιά. Άκουσα κάτι ζωηρές κουβέντες που είχε με τις μύγες που έψαχναν κι αυτές για ίσκιο. Οι μύγες εδώ είναι ξεχωριστή ράτσα. Πριν χρόνια που ήμουν στη σκηνή και είχα τραβήξει το φερμουάρ της σήτας, κάτι μύγες είχαν γαντζωθεί στο διχτάκι και τις παρατηρούσα από την ύπτια μεριά τους. Πρόσεξα πως εκατέρωθεν της προβοσκίδας έχουν μια δαγκάνα που ανοιγοκλείνει, προφανώς για ν’ ανοίγει την τρύπα στο δέρμα της ύπαρξης που θ’ απομυζήσουν. Άφησα μερικές να καθίσουν πάνω μου και ο πόνος που προκάλεσε το δάγκωμά τους ήταν αηδιαστικός. Δεν άντεξε η Μυρτούλα τη μυγοεπίθεση και μπήκε πάλι στη θάλασσα. Το απόγευμα με παρακάλεσε αν γινόταν να μεταφέρουμε τη σκηνή δίπλα στην ελιά, μήπως σήμερα το μεσημέρι σκιάσει κάπως για να μπει μέσα. Της την έκανα βέβαια τη χάρη, αλλά αν είμαστε μαζί του χρόνου, στο βράχο που θα την πάω όχι σκιά δεν θα έχει αλλά ούτε βότσαλο να ξαπλώσει. Στο αλλά τούρκα θα κάθεται με μοναδική διέξοδο τη θάλασσα, να με ακολουθεί στο ψαροτούφεκο.
Τώρα την έχει καλά. Κάθε τρεις μέρες θα καβαλάμε τη μηχανή και θα πηγαίνουμε στο χωριό να παίρνουμε καμιά προμήθεια. Αν ζηλέψει ταβέρνα θα της κάνω το χατίρι μια φορά την εβδομάδα. Θα την αφήσω να πιει μια κρύα μπύρα να πάρει δύναμη για το απόμακρο λιμανάκι που φιλοξενεί μόνο τον ίσκιο μιας καχεκτικής ελιάς. Καλά θα κάνει ν’ αρχίσει να υποψιάζεται. Απ’ τη μεριά μου δεν πρόκειται να της φανερώσω πλην τα απαραίτητα. Πρέπει να μάθει να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις. Διαφορετικά θα παίρνει τις απαντήσεις που της ταιριάζουν. Αν τα πάμε καλά, το μόνο στοιχείο που θα της δώσω του χρόνου είναι ν’ αντικαταστήσει το trendy jokey που κουβάλησε τώρα στις διακοπές με ψάθινο πλατύ καπέλο. Από κει και πέρα ας κανονιστεί μόνη της.
Δε μπόρεσα να μη γελάσω μέσα μου προχτές. Σαν είδε το απομονωμένο λιμανάκι χάρηκε. Θα είχαμε το μέρος δικό μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πέταξε το πάνω απ’ το μπικίνι και χάρηκε τη θάλασσα και την ημικυκλική παραλία. Σαν πήρα όμως να στήνω τη σκηνή, η υποψία πως θα στρατοπεδεύσουμε στην παραλία έγινε σιγουριά μέσα της. Η προηγούμενη που είχα φέρει εδώ γύρισε σπίτι πράσινη. Δέκα μέρες κρατιόταν να μην τα κάνει στη θάλασσα.
Η ίδια σκέψη πρέπει να πέρασε απ’ τη Μυρτώ και είδα το κούτελό της συνοφρυωμένο. Δεν είπε κουβέντα όμως. Χτες βράδυ που έψηνα τα ψάρια που είχα τουφεκίσει το απόγευμα, μπήκε στο νερό και καλά να της ανοίξει η όρεξη πριν το φαγητό. Σαν γύρισε είδα τη φάτσα της ανακουφισμένη και προβληματισμένη μαζί. Κατάλαβα την ανησυχία της και είπα ένα παραμύθι για το Ροβινσώνα Κρούσο που έχωσε ένα ραβδί στην αμμουδιά. Όποτε είχε άμπωτη και το ρεύμα απομακρυνόταν απ’ το ραβδί, έριχνε στη θάλασσα ένα σφραγισμένο μπουκάλι με το SOS γραμμένο σ’ ένα χαρτί. Έκανε σαν παιδί μόλις άκουσε την ιστορία. Θυμήθηκε ένα ξεβρασμένο ξερόκλαδο κι έψαξε μέσα στη νύχτα να το βρει. Το κάρφωσε σε μισό μέτρο νερό και πάσχισε να δει τη φορά απ’ το αυλάκι του ρεύματος.
Τα δόντια λαμπύριζαν στο γελαστό της στόμα καθώς έβγαζε την πέτσα απ’ την ψημένη σκορπίνα. Σύρθηκε δίπλα μου και μου έσκασε ένα φιλί πριν ξεκινήσει να τρώει.
“Έχεις πολλά μυστικά επιβίωσης να μου μάθεις?” , με ρώτησε.
Ακούω τα ξυπόλητα βήματά της στα χαλίκια. Μπορεί να την ξύπνησε η πρωινή δροσιά. Εγώ όμως θέλω να πιστεύω πως πήγε να με αγκαλιάσει στον ύπνο της και κατάλαβε πως λείπω. Θεά την αγάπης κάνε την να γονατίσει πίσω μου και να περάσει τα χέρια της στο στήθος μου.

Tuesday, January 22, 2008

Της "Ελληνίδας"... (η πρόσκληση)

Βουρκωμένη είσαι πιο όμορφη
μα μη μου δακρύζεις
μην ανακαλύπτεις μαχαίρια εκεί που δεν υπάρχουν

είμαστε καλά κι αγαπιόμαστε
τι άλλο υπάρχει στη Γη?

έχουμε τα ρούχα που φοράμε
κι η σόμπα κρατά τη φωλιά μας ζεστή

στην αυλή μοσχοβολά η λεμονιά
και το ψιψίνι γλείφεται με την κοιλιά γεμάτη

θα βάψω γαλανούς τους τοίχους
κι εσύ θα ζωγραφίσεις καράβια, γοργόνες και δελφίνια
σύννεφα και γλάρους να μας καλοτυχίζουν

τις Κυριακές θα διασκεδάζουμε
θα καθόμαστε αγκαλιασμένοι στο τραμ
και θα κατεβαίνουμε στην παραλία
θα παίζουμε στην άμμο
και θα ζηλεύουμε ταξίδια με τα γιοτ στις μαρίνες

θα φιλιόμαστε στο Θησείο
και θα παρακαλάμε τις ταξιθέτριες
να μας βάλουν τσάμπα στη Ακρόπολη

κι όταν συγκεντρώνω τα πουρμπουάρ
θα βλέπουμε στο σινεμά ιστορίες αγάπης
θα πηγαίνουμε στο κουτούκι
και θα παραγγέλνουμε πατάτες και κρασόμελο

κι έτσι μισοζαλισμένοι θ’ αγγίζουμε το Θείο

μη μου λυπάσαι μάτια μου
μόνο η ευτυχία αξίζει να της κλαις.

Friday, January 18, 2008

Τρέμε πενηντάλεπτε

Δεν πάει άλλο θα το πω, με τους κουλούς που έχω μπλέξει
πόσο ο νους μου θ’ απορεί, πόσο η ψυχή ν’ αντέξει?

βγαίνουν στα μπαλκόνια τους με κάργα υποσχέσεις
και άμα είδες τίποτα εμένα να με χέσεις

στενάζει η πολυθρόνα τους με κώλο δέκα μέτρα
από το μπουχεσόδερμα. Θα τους πετάξω πέτρα

γιατί όπως μου είπανε, ποτέ δε θ’ αστοχήσω
με κάθε ρίψη πρόεδρο ή σκύλο θα χτυπήσω

φιλάρα κάτσε φρόνιμα και μη μου κάνεις πλάκα
αν έχεις κάτι να μου πεις μολόγα το σταράτα

θα μ’ ανεβάσεις το μισθό, παιδεία θα μου δώσεις?
ή κατά λάθος τα φυλάς κι εσύ για τις εκπτώσεις?

λωρίδα πάτησα προχτές και μ’ έπιασες αμέσως
τα φράγκα μου τα τσάκωσες στα ίσα και εμμέσως

τον έμπορο που θάνατο σκορπάει κάθε νύχτα
ανέπαφο τον άφησες γιατί σου στάζει μίζα

τα φακελάκια πού-παιρνες για να μου υπογράψεις
σε ασπιρίνες να τα πιεις, χολή να τα ξεράσεις

βρομιάρη ανεπάγγελτε με γλώσσα σα ροδάνι
όσα δε φτάνει η αλεπού πηδάει και τα πιάνει

θα σε στριμώξω που θα πας, νομίζεις θα γλιτώσεις
τα πάντα εδώ πληρώνονται παγκάτα και με δόσεις

βαρέθηκα το σίχαμα θα πιάσω την κιθάρα
κι ένα τραγούδι θα σου πω αγάπη μου κουκλάρα

δως μου την Άνοιξη να περπατήσω
στα ροδοπέταλα της ομορφιάς
κι όταν το λιόγερμα σε συναντήσω
σε κάμπους πράσινους να τριγυρνάς
από τα χέρια μου δώρα να παίρνεις
από τα χείλη μου να ξεδιψάς
και την αγάπη μας για να υφαίνεις
μετάξι ολόλευκο να μου ζητάς
από τους άγγελους μια ηλιαχτίδα
θα ζητιανέψω με προσευχή
να σε στολίσω γλυκό μωρό μου
νάσαι ένας άγγελος πάνω στη γη.

Σαράντα χρόνια Τούρκικα τα πέρασα σε κούνια
απ’ τη μεταπολίτευση μου τάζανε μπαρμπούνια

αλλά σαρδέλα, κοκοβιός μου γέμιζαν το πιάτο
στα ίσια κι αν επήγαινα με ρίχνανε στον πάτο

με βασικό μισό ευρώ αντί να είναι όλο
με τσάκισαν με πέθαναν μου σκίσανε τον κώλο

κι άμα δεν ήταν η μαμά θα είχαμε τραγούδια
τις μπόμπες θα ζωνόμουνα και βουρ να κάνω γιούργια

καργίολια μ’ ανεπίστροφες βαλβίδες αισθημάτων
που θέλετε τη μάπα σας στο Χολ των αθανάτων

αφήστε τις μπαγαποντιές πόσο θα φάτε, φτάνει
μέχρι και στα τρισέγγονα φυλάτε παντεσπάνι

αλλά εγώ το αύριο, το βλέπω ξημερώνει
ο ίδιος ήλιος θα φανεί, κανείς μας δε γλιτώνει

γιατί όπως το γράψανε σε όλα τα βιβλία
αίμα ζητά η αλλαγή, κοίτα Ρωσία, κοίτα Γαλλία

γι αυτό σου λέω εαυτέ, ασ’ τό παραπονάκι
και έλα να σφυρίξουμε κανένα τραγουδάκι

see me at the end of the night
trying to ride the first day’s beam
tell me I’m the best knight
in the world you’ve ever seen
call my name when you’re among the Gods
help me live in the endless time
pave me a way to get through the odds
to chase a glory which is totally mine
horses with wings I have for army
fire arrows against wooden swords
fighting to me is a journey
to well known and familiar worlds.

Χαμούρες στα γραφεία σας…


PS. Προς αποφυγήν παρανοήσεων, οι χαμούρες είναι τα καργιόλια.

Friday, January 11, 2008

Τι μου έκανες αγάπη μου...

Ξεφυλλίζω φωτογραφίες
τι μαλακία κι αυτή?

Απ’ το μπιμπιλόφωνο έρχονται
The world is not enough
Lips of an angel
Incomplete

κι εσύ λείπεις

τόσες εποχές που η ανάσα σου έχει πάψει
που η ζέστη σου δε μ’ αγκαλιάζει

τόσες αμφιβολίες
αν έζησα όπως σου αξίζει

αν πρέπει να λυπηθώ
που δεν κατάφερα να τις αγαπήσω
γιατί δεν ήξερα αν θα ζηλέψεις
ή θα χαρείς

αν πρέπει ν’ αλλαξοπιστήσω
στην ελπίδα να ξαναβρεθούμε

σου αφιέρωσα ταξίδια
σου χάρισα δάκρυα

αφαιρενόμουν να σε ζωγραφίζω στα κύματα
και με παρεξηγούσαν
γιατί ήξεραν πως δε με είχαν
έτσι όπως κι εγώ δε μ’ έχω

κι ώρες-ώρες συγχώρα με
παρακαλώ να ζούσες
να είχαμε την ευκαιρία να μισηθούμε.

Sunday, January 6, 2008

Alien.

Σαν αστραπή στον ουρανό μας ξαναήρθες
εσύ που από μικρός ποντοπορεύεις
που τις Σειρήνες σου στα κύματα γυρεύεις
ή μήπως ζητάς να τις ξορκίσεις?

μικρά παιδιά με το στόμα τους να χάσκει
ξαναγίνονται αυτοί που σε ακούνε
που μέσα τους κρυφά παρακαλούνε
να τους μιλάς ως που το φως να ξαναφέξει

φορούν καπέλο, ντύνονται χρυσά γαλόνια
και όπως κάθονται στου καναπέ την άκρη,
καπετανεύουν ! Κι ας μην ξέρουν πως το δοιάκι
της ζωής τους το κυβερνούν άγνωστα χρόνια

κι εσύ από τη μέση που ορίζεις
τις παρέες που μ’ αυτές δεν είσαι ίδιος
μα της βδομάδας τους ο εξωτικός ο στίχος
σα μένεις μόνος θύελλες νανουρίζεις.

Tuesday, January 1, 2008

Εύχομαι...

Από παιδί φορούσα μια ντροπή
για πράγματα χαζά
όπως κάποτε που πήγα σινεμά
και είχα μόνο τα λεφτά του εισιτηρίου

μου έλλειπε η δραχμή της ταξιθέτριας
κι έσερνα το δρόμο
με βαριά τη μικρή μου καρδιά
σίγουρος πως θα μείνω έξω
να κοιτάζω τις φωτογραφίες
του Μοντγκόμερι Γούντ

γλυκό βράδυ Φθινοπώρου
και στο μισοσκότεινο στενό
ακούστηκε το γκλιν

το παλικάρι δίπλα στον ήχο
έριξε μια ματιά κάτω
έψαξε μηχανικά τσέπες
και συνέχισε στη δουλειά του

εγώ κοντοστάθηκα
άφησα τον απαιτούμενο χρόνο
πλησίασα με γατίσιο βλέμμα
κι ανακάλυψα το φράγκο.

Αν φέτος τύχει παρόμοια συνωμοσία
εύχομαι να με ποδοπατάς
και να ξεχειλίζω αγάπη.